της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΛΛΑ
Η μικρή μας αδελφή (Umimachi Diary, Ιαπωνία 2015) του Hirokazu Kore-Eda
με τις Haruka Ayase, Masami Nagasawa, Kaho Suzu Hirose
Οι ταινίες του Κόρε-Έντα φέρνουν στον νου το έργο του συμπατριώτη του Γιασουχίρο Όζου (μ’ εκείνο κυρίως το αλησμόνητο «Ταξίδι στο Τόκυο» [«Τόκυο Μονογκατάρι»], 1953), όπου η κρίση της οικογένειας, η μοναξιά, το γήρας και το αναπότρεπτο τέλος της ζωής, θέματα πανανθρώπινα και προσφιλή στο παγκόσμιο σινεμά, γίνονται τα αντικείμενα μιας ανάλυσης ποιητικής και με εξαιρετική λεπτότητα. Ο Κόρε-Έντα («Πατέρας και γιος» 2013, «Η Μικρή μας αδελφή» 2015, «Tο τρίτο έγκλημα» 2017, «Κλέφτες καταστημάτων» 2018 κ. ά.), ικανότατος, δεξιοτέχνης, ευαίσθητος στις καμπές και στα γυρίσματα της ζωής και της ανθρώπινης μοίρας, συνεχίζει επάξια την παράδοση των σπουδαίων προκατόχων του.
H ταινία «Η Μικρή μας αδελφή» αποτελεί διασκευή της νουβέλας «Diary of a Seaside Town» του Ακόμι Γιοσίντα, γνωστού για τα «μάνγκα» του, τα ιαπωνικά κόμικς.
Τρεις αδελφές, η Σάτσι, η Γιοσίνο και η Τσίκα έχουν μεγαλώσει ουσιαστικά μόνες, επειδή ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια και η μητέρα τους τον μιμήθηκε αφήνοντας τα μικρά κορίτσια στη γιαγιά, μετά τον θάνατο της οποίας συνεχίζουν να ζουν στο σπίτι της. Όταν ο πατέρας τους πεθαίνει, πηγαίνουν στην κηδεία του κι εκεί γνωρίζουν την τέταρτη ετεροθαλή αδελφή τους, την Σούζου, η οποία ζούσε μαζί του - επίσης μακριά από τη μητέρα της, γι’ αυτό της προτείνουν να μείνει στο σπίτι τους· εκείνη δέχεται πρόθυμα και οι τέσσερίς τους σχηματίζουν μια ιδιότυπη, ζεστή, χαριτωμένη οικογένεια.
Με τις εικόνες από τη δουλειά, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, το σχολείο και τη γειτονιά, ακόμα την αρρώστια και τον θάνατο, προβάλλει η Ιαπωνία του σήμερα μέσα από την καταγραφή της ζωής τεσσάρων γυναικών που υποχρεώθηκαν από πολύ μικρή ηλικία να είναι αυτόνομες, αυτάρκεις και με δύναμη για ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες στο διάβα της ζωής. Η Σάτσι, η μεγαλύτερη και ωριμότερη, ενσαρκώνει περίπου τον ρόλο της μητέρας και προέχει γι’ αυτήν η ευτυχία των αδελφών της. Η Γιοσίνο πιο ελεύθερη, ωριμάζει προοδευτικά, η Τσίκα πιο στοχαστική, νοιάζεται πολύ την Σούζου η οποία, αν και είχε αναγκασθεί να μεγαλώσει πριν την ώρα της κι εκείνη, μαθαίνει από τις αδελφές της τη ζωή και χάρη σ’ αυτές ξαναβρίσκει τη χαμένη της παιδικότητα μεγαλώνοντας πλέον τώρα φυσιολογικά.
Η εκδημία του πατέρα ανασύρει το ψυχολογικά βεβαρημένο παρελθόν, διαφορετικά βιωμένο από την καθεμιά αναλόγως ιδιοσυγκρασίας, οπωσδήποτε όμως τραυματικό και επώδυνο. Δραματικές εξάρσεις δεν συμβαίνουν, λες και οι κοπέλες έχουν απωθήσει όσα τις απασχολούν, η ανεμελιά και η ηρεμία τους είναι εν τούτοις φαινομενικές. Η ταινία υπαινίσσεται πολύ περισσότερα απ’ όσα δείχνει.
Η καθημερινότητά τους δεν είναι άμοιρη προβλημάτων, αδυναμιών, δεν λείπουν οι εντάσεις – η θλίψη και οι απογοητεύσεις υποφώσκουν χωρίς να βγαίνουν στο προσκήνιο –, αλλά δυστυχισμένες δεν είναι, αντίθετα μας προτείνουν μια εναλλακτική στάση απέναντι στη ζωή. Συχνά υπερισχύει η τάση να δραματοποιούμε καταστάσεις που μας απορροφούν την ενέργεια και σκοτώνουν τη χαρά της ζωής. Καθώς μεγαλώνουν και εξελίσσονται κι οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη, οι κοπέλες είναι χαρούμενες, επειδή απολαμβάνουν απλά καθημερινά πράγματα, μια ποδηλατάδα κάτω από τις ανθισμένες κερασιές, μια βόλτα στην παραλία, το καθημερινό φαγητό τους, τις τετριμμένες συζητήσεις τους για τα ασήμαντα, με κυρίαρχο το ενδιαφέρον όλων για όλες, αφού μέσα από τη συμβίωσή τους η μια «ανακαλύπτει» την άλλη και όλες μαζί την αλληλοβοήθεια. Τις πληγές θα εξαλείψει σταδιακά η αλληλεγγύη τους. Μέσα από την αλληλοκατανόηση που μοιράζονται ξεχωρίζει η υπαρξιακή ιδιαιτερότητα της καθεμιάς που είναι μοναδική.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει τις δραματικές κορυφώσεις και αναδεικνύει τις απλές στιγμές ευτυχίας της ζωής που οι αδελφές μοιράζονται. Σ’ αυτήν την «γυναικεία» ζωή οι άντρες δεν είναι ασήμαντοι, η παρουσία τους όμως είναι μακρινή (με πρώτη τη σκιά του απόντος πατέρα). Κινηματογραφεί την καθημερινότητα εκάστης και όλων μαζί στο σπίτι, στα πέριξ, στην εργασία, στο σχολείο της Σούζου, ανελλιπώς στην υποχρέωση του μαγειρέματος και την ιεροτελεστία του φαγητού. Καθώς όλοι παρακολουθούν τα πυροτεχνήματα, το ουσιώδες για τον Κόρε-Έντα δεν είναι τα πολύχρωμα μπουκέτα χρωμάτων στον ουρανό αυτά καθ’ εαυτά, αλλά η αντανάκλασή τους στη θάλασσα και στα πρόσωπα των ηρωίδων του που τα θαυμάζουν. Θα το επαναλάβει και αργότερα, στους «Κλέφτες καταστημάτων».
Ένας ολόκληρος κόσμος κοιταγμένος με ρεαλισμό, που εξασφαλίζει την ποιότητα στη ζωή και στο δέσιμό τους· μέσα στα μικρά είναι και τα μεγάλα, γιατί στα μικρά καθημερινά ανιχνεύεται η πραγματική ζωή. Μια ταινία ανάλαφρη, απαλή σαν βαμβάκι, πλημμυρισμένη από ευγένεια, ευαισθησία κι ανθρωπιά, απλή και ταυτόχρονα κάλλιστη στη θέαση, μια αισιόδοξη ματιά απέναντι στη ζωή κι ένας διακριτικός στοχασμός πάνω στον χρόνο που περνάει και στον θάνατο. Με ηρωίδες τόσο υπέροχες, τόσο οικείες, που δεν θέλουμε να τις αφήσουμε από τα μάτια μας ούτε όταν αρχίσουν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους.
Create Your Own Website With Webador