της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΛΛΑ
ΒΟΛΤΑΪΚΟ ΤΟΞΟ
[Γυρίζοντας τον κόσμο (Voir du pays, Γαλλία-Ελλάδα, 2016)
Μια ταινία των Delphine και Muriel Coulin, με τους Soko, Ariane Labed, Ginger Roman, Karim Leklou, Ανδρέα Kωνσταντίνου, Ευθύμη Παπαδημητρίου]
Ένα τάγμα Γάλλων στρατιωτών –ανάμεσά τους τρεις στρατιωτίνες– επιστρέφει από το Αφγανιστάν. Το αεροπλάνο που τους μεταφέρει κάνει στάση στην Κύπρο, όπου θα ξεκουραστούν για τρεις τέσσερεις μέρες σε πολυτελές ξενοδοχείο. Το εγχείρημα αποσκοπεί στην «αποσυμπίεσή» τους, πριν γυρίσουν πίσω στη χώρα τους. Συγκεντρώνονται σε μια αίθουσα με ψυχολόγους, όπου καθένας καταθέτει τα βιώματά του, οι συμπολεμιστές του τον ακούνε κι οι ειδικοί ελπίζουν πως έτσι θα τους απομακρύνουν, οιονεί ελευθερώσουν, από την βία του πολέμου και τα ψυχολογικά τραύματα που είναι συσσωρευμένα μέσα τους. Αλλά αν ήταν τόσο εύκολο να πετάξει κανείς μακριά τη βία που έχει μέσα του, η δουλειά τους (των ψυχαναλυτών, αλλά και του υπουργείου της εθνικής άμυνας με τις καλές προθέσεις) θα ήταν παιχνιδάκι, η ζωή μας σαφώς βελτιωμένη και δεν θα τους είχαμε τόσο ανάγκη, σ’ αυτό το θέμα τουλάχιστον.
Παρατηρούν ένα κομμάτι ζωής που τους ξενίζει· χαλαρούς τουρίστες που δείχνουν ότι όλα είναι διακοπές, ποτό, ντίσκο και αναζήτηση ερωτικών συντρόφων. Όμως και οι τουρίστες παραξενεύονται μ’ όλο αυτό το χακί στο απέραντο γαλάζιο της πισίνας και της θάλασσας. Οι σκηνοθέτιδες θα καταδείξουν τον μύθο που περιβάλλει την περιβόητη συντροφικότητα μεταξύ συμπολεμιστών, τα ψέματα του στρατού προκειμένου να στρατολογεί αφελείς νέους που «θέλουν να γνωρίσουν τον κόσμο» και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό κι οπωσδήποτε απατηλό, το περιτύλιγμα: οι «μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφεραν στην πατρίδα».
Οι αδελφές Coulin που σκηνοθέτησαν αυτό το δράμα δεν χαρίζονται κανενός. Ειρωνεία και σαρκασμός κονιορτοποιούν προθέσεις και ενέργειες μέσα από τις αντιθέσεις που προβάλλουν οι εικόνες και οι ήρωες, εξομολογούμενοι ή στις συνομιλίες τους, αλλά και μεταξύ τους. Με τις συνεδρίες τριών ημερών και με προσομοιώσεις, που καταντούν γελοίες μπροστά σε ό,τι έχουν βιώσει αυτοί οι νέοι άνθρωποι, δεν καθαίρεται η ψυχή από τα σκοτάδια της· ούτε η τριήμερη χλιδή χαλαρώνοντας σώματα θα γιατρέψει τον νου, και δεν θα τους βελτιώσει τη ζωή. Ό,τι ξεκινάει ως κάτι συνηθισμένο, ακίνδυνο, ευχάριστο θα έχει δραματική έως μοιραία κατάληξη, όπως η περιήγηση στα μεσόγεια του νησιού με την περικαλλή φύση, που δεν θα συμβάλει στο να γνωρίσουν τον ντόπιο πληθυσμό, αντιθέτως. Στον καυγά ο στρατιώτης απειλεί τον Κύπριο με μαχαίρι, επειδή η στρατιωτίνα τον προτίμησε από τον ίδιο. Με το αυτοκίνητο σκοτώνουν μια πανέμορφη κατσίκα αφήνοντάς την ασυγκίνητοι ν’ αργοπεθαίνει (ο εθισμός στη θέα του αίματος; Η παγερή αδιαφορία εν καιρώ πολέμου μπροστά στον θάνατο του Άλλου;). Απ’ αυτούς τους ίδιους θα κακοπάθουν οι συνάδελφοι-στρατιωτίνες και όχι από τους Κύπριους, από τους οποίους οι «δικοί» τους πήγαν να τις «προστατέψουν».
Οι μάσκες πέφτουν όταν τα ζητούμενα τίθενται χωρίς περιστροφές, ποιος είναι άντρας και ποιος γυναίκα σε μια σύγκρουση φύλων –κατ’ επέκταση καθαρά φυλετική–, όπου οι γυναίκες ξέρουν να χρησιμοποιούν όπλα και ο στρατός τις θεωρεί απόλυτα ισότιμες, αλλά όλα αυτά εκμηδενίζονται μπροστά στα ένστικτα και τις παρορμήσεις. Ο δυνατότερος επιβάλλεται και ο λιγότερο δυνατός υποχρεώνεται να υποκύψει στη βία του ισχυροτέρου.
Και όλοι τους τόσο νέοι, κανένας δεν είναι πάνω από είκοσι πέντε. Οι σκηνοθέτιδες μας λένε ότι ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους. Και αν δεν τους αλλάζει, πάντως τίποτε δεν θα είναι στο εξής όπως ήταν πριν πάρουν μέρος στις μάχες. Υπαινίσσονται ότι ο κακός μπορεί να επιστρέψει χειρότερος, ο καλός καλύτερος, πάντως κατά κανόνα οι άθικτοι σωματικά δεν παραμένουν και ψυχικά υγιείς. Αυτό το νόημα έχουν τα δάκρυα της στρατιωτίνας καθώς αφήνουν το ξενοδοχείο για το αεροδρόμιο, δάκρυα για τον ντόπιο που αφήνει πίσω της, με τον οποίο υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ειλικρινή ανθρώπινη σχέση. Δάκρυα γιατί δεν καταγγέλλει μαζί με τις συναδέλφους και φίλες τη βιαιότητα των αντρών συναδέλφων της. Δάκρυα τέλος –και συνεκδοχικά– για το άθλιο φορτηγάκι που έχει μετατραπεί σε κλούβα, το γεμάτο λαθρομετανάστες, που το πολυτελές πούλμαν προσπερνάει και αφήνει πίσω του. Λαθρομετανάστες και πρόσφυγες θα είχαν περισσότερες ελπίδες, αν οι χώρες που εξέθρεψαν τον πόλεμο, μεταξύ αυτών και η δική της χώρα, ακολουθούσαν μια σωστή και όσο γίνεται αγαθή (με την κυριολεκτική σημασία του όρου) πολιτική.
Κάποιοι ίσως παρατηρήσουν ότι στην διεθνή κινηματογραφική παραγωγή οι αντιπολεμικές ταινίες περισσεύουν και το να ασχολούμαστε με τον πόλεμο ξανά και ξανά προκαλεί ανία και κουράζει. Αλλά μήπως ο πόλεμος εδώ και ο πόλεμος εκεί, ο σκληρός καταστροφικός πόλεμος του οποίου το τίμημα πληρώνουν πάντα οι αδύνατες ομάδες, όπως και αυτοί οι φαντάροι, έχει σταματήσει ποτέ;
Καλή ελληνογαλλική συμπαραγωγή που πετυχαίνει με το παραπάνω τον στόχο της, απέσπασε και το βραβείο σεναρίου στις Κάννες.
Create Your Own Website With Webador