Της Μαρίας Πάλλα
Η μεγάλη επιστροφή (Gui Lai, Kίνα, 2014) του Zhang Yimou με τους Chen Daoming, Gong Li, Zhang Huiwen.
«Από το υπερθέαμα στη μικρή καθημερινή ιστορία να θυμόμαστε» θα ήταν ένας εύστοχος υπότιτλος του έργου αυτού του Ζανγκ Γιμού, που δείχνει ακόμα μια φορά πόσο μεγάλος σκηνοθέτης είναι. Για παράδειγμα, είκοσι χρόνια πριν, η εποποιία Να ζης (Ηuο Zhe, 1994), βραβευμένη στις Κάννες, παρακολουθούσε τα χρόνια 1940-1970 της πορείας της Κίνας από την πλευρά των αδυνάτων, με ειρωνεία και σαρκασμό για την πανίσχυρη εξουσία, κι ήταν μια ταινία με χαρακτήρα αμιγώς ιστορικό, αν μπορούμε να το πούμε.
Στην Μεγάλη επιστροφή η ιστορική συγκυρία είναι το σκηνικό-πλαίσιο, δεν έχει τον πρώτο ρόλο και οι αναγωγές σ’ αυτήν υπηρετούν περισσότερο τη μικρή και λιγότερο τη μεγάλη Ιστορία. Πρόκειται για ένα οικογενειακό δράμα που θα μπορούσε να έχει συμβεί σε όλους τους τόπους και τους χρόνους, εδώ με αυστηρά καθορισμένο γεωγραφικό και ιστορικό υπόβαθρο. Άλλωστε κι η οικογένεια κύτταρο της κοινωνίας είναι, η τελευταία συνιστά το ιστορικό υποκείμενο αλλά και το αντικείμενο της ιστορίας· παρ’ όλ’ αυτά, ο «μάγος» Γιμού καταφέρνει ν’ απογειώσει και την ιστορία που αφηγείται και τον στοχασμό για τη Μεγάλη Ιστορία.
Πολιτιστική επανάσταση του Μάο στην Κίνα· ο ήρωας, ένα από τα αμέτρητα θύματά της, ο διανοούμενος Λου, συλλαμβάνεται, εξορίζεται κι έπειτα από είκοσι χρόνια επιστρέφει ελεύθερος πια στο σπίτι του, στη γυναίκα και στην κόρη του. Μα η γυναίκα του, που τώρα πάσχει από αμνησία, δεν τον αναγνωρίζει. Από δω και πέρα, όλες οι προσπάθειες του Λου θα είναι για να βοηθήσει τη γυναίκα του να τον θυμηθεί και ν’ αποκαταστήσει τη συνοχή της οικογένειας. Τι απομένει από τον δεσμό που ένωνε το ζευγάρι, από την αγάπη ανάμεσα στους δύο γονείς και στην κόρη τους; Ποιο το νόημα της «επανάστασης» εκείνης με το στανιό, με τις εκδιώξεις, τις καταδίκες σε εκτοπίσεις και εκτελέσεις, που χρησιμοποίησε – μεταξύ άλλων φρικτών τρόπων και μέσων – στυγνούς εκβιασμούς, βασίστηκε στις καταδόσεις πατεράδων από τα ίδια τα παιδιά τους και πρόδωσε η ίδια προσδοκίες και ιδανικά ενός ολόκληρου λαού; Και παραπέρα: τι απομένει τελικά, όταν οι ιδεολογίες και οι βεβαιότητες καταρρέουν, όταν η μνήμη που θα τις διατηρούσε καθίσταται ανίσχυρη, γιατί συνεχώς εξασθενεί, ώσπου να σβήσει;
Η πρώτη εικόνα δείχνει έναν άνθρωπο που κρύβεται στον σταθμό του τραίνου κυνηγημένος από τους θεματοφύλακες της πολιτιστικής επανάστασης, κι ακολουθεί η κατά έναν τρόπο αντίθετή της με κοπελίτσες που χορεύουν μια χορογραφία υπό τη συνοδεία εμβατηριακής μουσικής και, φευ, κραδαίνοντας όπλα που, όταν δεν σημαδεύουν, παρελαύνουν μαζί με τα κορίτσια σε στρατιωτικό σχηματισμό και βηματισμό.
Μια γυναίκα γερνάει περιμένοντας στον ίδιο σταθμό τον άντρα που στην πραγματικότητα στέκεται στο πλάι της, αλλά δεν το ξέρει. Εκείνη τον περιμένει να γυρίσει. Εκείνος την περιμένει να θυμηθεί. Η ζωή των ανθρώπων, η ίδια η σκέψη τους καθορίζεται και υπαγορεύεται από το κόμμα. Εκείνο υποδεικνύει τι είναι καλό και τι είναι κακό, ποιος μπορεί να ελπίζει σ’ ένα μέλλον και ποιος όχι, χάρη σ’ εκείνο ζουν και εργάζονται, το κόμμα κάνει τον πατέρα να λέει πως υπήρξε κακός πατέρας και την κόρη να λέει πως υπήρξε κακή κόρη. Μόνο η μητέρα δεν το λογαριάζει πια· αλλά εκείνη έχασε τη μνήμη της. Κι η αμνησία της μητέρας, η οιονεί ανωνυμία του πατέρα-πρώην παρία του καθεστώτος, η «άσημη» αυτή ιστορία μιας οικογένειας ανάμεσα στα εκατομμύρια των κινεζικών οικογενειών, μας μεταφέρει στις συλλογικότητες, στον κινεζικό λαό που κι αυτός πάσχει από αμνησία, γιατί δεν δείχνει ακόμα να έχει ασχοληθεί ουσιαστικά, σκεφθεί και προβληματισθεί πάνω σε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της ιστορίας του.
Σ’ αυτό το ρεαλιστικό δράμα έχουμε μια ιστορία αγάπης πλαισιωμένη από την κινεζική πολιτιστική επανάσταση. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο θεατής αισθάνεται την τρυφερότητα που εκφράζει το ζευγάρι σε αντίθεση με την βαρβαρότητα του πολιτικού κλίματος. Χωρισμός, απώλεια, ελπίδα, υπομονή, άτομα συνθλιβόμενα από ένα καταπιεστικό σύστημα, οι δοκιμασίες έχουν αφήσει στους ήρωες ανεξίτηλα ίχνη και η αγάπη μετατρέπεται σε αφοσίωση και καθημερινό αγώνα. Αγάπη κι απαντοχή είναι τα κίνητρά τους, το να ξαναβρούν τη χαμένη ευτυχία εμπνέει τις προθέσεις τους, όμως η πραγματικότητα μόνο στην απελπισία τους βυθίζει και δέχονται τη μοίρα τους με ταπεινότητα. Όλο και πιο αδύναμοι, όλο και πιο ακυρωμένοι, αγγίζουν με τις ξοδεμένες ζωές τους, τις ενοχές και την πίκρα, την οξύνοια, την ευγένεια και τον ρεαλισμό τους το ανθρώπινο μεγαλείο, για το οποίο πολλά τους οφείλει η εποχή και η χώρα τους, αλλά δεν θα αποζημιωθούν ποτέ.
Ο χορός στις μύτες με τα σατέν παπουτσάκια, ελαφρότητα και χάρη μαζί με επαναστατική μουσική και βαριά όπλα, το αποφασισμένο-πολεμικό ύφος στις εκφράσεις των νεαρών κοριτσιών, εικόνα ωραιότητας και σκληρότητας ταυτόχρονα, δίνει τον τόνο· στην αρχή ειρωνικό, ελαφρώς κωμικό, έπειτα – και διαρκώς – των αντιθέσεων και του ρεαλισμού. Ο Κινέζος σκηνοθέτης που εναλλάσσει θεαματικότατες ταινίες με μελοδράματα ιστορικού φόντου, επικεντρώνεται εδώ με μια σπάνια δύναμη της εικόνας στα βαθιά ανθρώπινα αισθήματα. Όλα υπολογισμένα και εκτελεσμένα με μεγάλη ακρίβεια· χρόνος, ρυθμός, τόνος, μοντάζ, σκηνοθεσία, διδασκαλία προς ηθοποιούς, φωτογραφία, μουσική. Και το αποτέλεσμα, δι’ ελέου και φόβου συγκίνηση που δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Μια πραγματικά σπουδαία ταινία.
Create Your Own Website With Webador