του ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΕΡΖΗ
Ο Ιερός Αυγουστίνος αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους θεολόγους και φιλοσόφους της Δύσης. Οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του είναι αμιγώς χριστιανικές. Ο Αυγουστίνος διακρίνει και ανάγει ταυτοχρόνως την πηγή του εαυτού και της γνώσης στον Θεό. Ο Αυγουστίνος σύμφωνα με τον Τσαρλς Ταίυλορ στο έργο του Πηγές του εαυτού[1] προσεγγίζει τον εαυτό μέσω μιας νεωτερικής εσωτερικότητας. Στην οδό που βαδίζει ο Πλάτωνας, συμβαδίζει κατά μία έννοια και ο Αυγουστίνος, καθώς είναι βαθιά επηρεασμένος από τον Πλατωνισμό και παρομοιάζει την ιδέα του Αγαθού με την ιδέα του Θεού. Ο βορειοαφρικανός θεολόγος προσεγγίζει το ζήτημα του ανθρώπινου εαυτού από την σκοπιά της υπαρξιακής φιλοσοφίας κατά την οποία η γνώση του εαυτού πραγματοποιείται μέσω δύο όψεων. Από την μια πλευρά μέσω της εσωτερικότητας, όπου η γνώση του εαυτού μας σημαίνει ταυτόχρονα και την γνώση του Θεού. Από την άλλη πλευρά μέσω της «μνήμης» όπου μας βοηθά στην αναζήτηση του εαυτού μας. Ακόμα μια σημαντική παράμετρος στην αυγουστίνεια εσωτερικότητα είναι η έννοια του προσώπου. Οι έννοιες του Θεού και του εαυτού αποτελούν τα δύο κεντρικά ζητήματα του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος του Αυγουστίνου γύρω από τα όποια περιστρέφονται όλα τα άλλα θέματα.
1.Πλατωνικές επιρροές του Αυγουστίνου
Η σκέψη του Αυγουστίνου επηρεάστηκε από τα Πλατωνικά δόγματα και αυτά με την σειρά τους διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξη του Αυγουστίνου. Συγκεκριμένα, κατάφερε να ξεφύγει από την αίρεση του Μανιχαϊσμού, καθώς και κατανόησε καλύτερα την χριστιανική αντίληψη σάρκας και πνεύματος με την βοήθεια της διάκρισης σωματικού και μη-σωματικού που κάνει ο Πλάτωνας. Ο φιλόσοφος ήταν επηρεασμένος από τον Πλατωνικό διάλογο Τίμαιος σχετικά με την γέννηση του κόσμου παρόλες τις διαφορές με το χριστιανικό δόγμα. Ο χριστιανικός Θεός μπορεί να κατασκευάζει πράγματα με γνώμονα τις Ιδέες, διότι αποτελούν σκέψεις του ίδιου του Θεού και παραμένουν αιώνιες όπως ακριβώς και ο ίδιος[2]. Συνεπώς, ο Αυγουστίνος καταφέρνει να συγκεράσει με εύστοχο τρόπο την χριστιανική αντίληψη περί της εκ της μηδενός δημιουργίας με την πλατωνική μέθεξη. Ακόμα, ο φιλόσοφος ερμηνεύει την θεολογική αντίληψη της οντολογικής εξάρτησης των πραγμάτων μέσω του πλατωνισμού[3] και προχωράει στην επινόηση μιας νέας κοσμικής τάξης. Σύμφωνα με αυτήν την νέα τάξη ο Λόγος του Θεού συγχωνεύεται με τον Πλατωνισμό και με το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Αν κάθε τι που υπάρχει γύρω μας μετέχει του Θεού και κάθε τι είναι όμοιο προς τον Θεό τότε η συμμέτοχή αυτού του κάθε τι αποτελεί μια μέθεξη ή με χριστιανικούς όρους ομοίωση με τον Θεό. Συνεπώς, το κάθε τι διαθέτει αυτό το Είναι μόνο στο βαθμό που κοινωνεί με τον Θεό. Επιπλέον, η Πλατωνική επιρροή του Αυγουστίνου φαίνεται και από το γεγονός ότι ανάγει την μορφή των κτιστών μόνο μέσω του Θεού, στην περίπτωση που μετέχουν στις Ιδέες του Θεού, συνεπώς ο κόσμος των κτιστών μετέχει της Ιδέας του Θεού. Ο κόσμος που μας παραδίδει ο Αυγουστίνος είναι ο κόσμος μιας πλατωνικής κατανόησης ως μια έλλογη τάξη. Η ψυχή ως ουσία οφείλει να στρέψει το ενδιαφέρον της προς εκείνη και να ομοιωθεί με τον Θεό. Ωστόσο, η διαφορά ανάμεσα στον Αυγουστίνο και τον Πλάτωνα είναι ότι ο Αυγουστίνος περιγράφει την αντίθεση πνεύματος-ύλης, έγχρονου-αιωνίου με τους όρους εκτός και εντός.
2. Η έννοια της εσωτερικότητας
Ο Αυγουστίνος στο έργο του De Trinitate (Περί Τριάδος) διαχωρίζει τον άνθρωπο από τον έσω και τον έξω. Από την μια ο έξω άνθρωπος αποτελεί το φθαρτό στοιχείο, είναι το στοιχείο εκείνο που μετέχουμε και εμείς και τα ζώα. Στον έξω άνθρωπο συμπεριλαμβάνονται και οι αισθήσεις και η μνήμη των πραγμάτων έξω από εμάς. Από την άλλη ο έσω άνθρωπος αποτελεί για τον Αυγουστίνο καθ’ ολοκληρίαν την ψυχή[4]. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι η μετακίνηση από το κατώτερο στο ανώτερο υπεισέρχεται από μια επιμέλεια του εαυτού μας από κάτι όπως ονομάζει ο Ταίυλορ, ενδόμυχο. Ο Αυγουστίνος καλεί συνεχώς προς κάτι ενδόμυχο, προς κάτι ένδον.
Σύμφωνα με τον Ιερό Αυγουστίνο η κτιστή τάξη μπορεί να μας δώσει μια πιο εύκολη θα έλεγε κανείς γνώση του Θεού. Η γνώση αυτή ωστόσο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κατευθείαν, εκτός βέβαια από κάποιες περιπτώσεις που πραγματοποιείται στον άνθρωπο κάποια μυστική έκσταση ή από θεολογική σκοπιά κάποιο θαύμα, σαν εκείνο που βίωσε ο Απόστολος των εθνών Παύλος καθώς πήγαινε προς την πόλη της Δαμασκού. Ωστόσο, η κύρια πηγή γνώσης του Θεού δεν είναι κάτι το οποίο περνάει μέσα από την σφαίρα των αντικειμένων, αλλά εντοπίζεται μέσα στον εαυτό μας, εντοπίζεται εντός μας. Αυτό συμβαίνει, διότι ο Θεός δεν αποτελεί το υπερβατικό αντικείμενο ή απλά την αρχή μιας τάξης πραγμάτων. Ο Θεός αποτελεί για εμάς το βασικό εκείνο έρεισμα, αποτελεί την αρχή της γνωστικής μας δραστηριότητας[5] είναι το φως στην ανθρώπινη ψυχή. Ο φιλόσοφος μεταθέτει την προσοχή μας από την σφαίρα των αντικειμένων, στην σφαίρα του γνωρίζειν· και εκεί ακριβώς θα βρούμε τον Θεό. Αυτό ακριβώς το σημείο αποτελεί την εσωτερικότητα του Αυγουστίνου, καθώς η γνώση του εαυτού μας αποτελεί ταυτόχρονα την γνώση του Θεού. Η γνώση δηλαδή που έχουμε για τον εαυτό μας περνάει αυτόματα από την γνώση του Θεού. Όπως σημειώνει ο Αυγουστίνος όταν δεν βρίσκεται κοντά στον Θεό, δεν βρίσκεται στον εαυτό του.[6]
3. Ριζική αυτοπάθεια
Έχοντας κάνει μια εισαγωγή στο τι είναι η εσωτερικότητα, ο Taylor προχωράει στην έννοια της αυτοπάθειας. Το να μην ασχολείται κανείς με πράγματα λιγότερο σημαντικά για τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι κυνηγούν, όπως είναι λόγου χάριν τα πλούτη και η δόξα, αλλά να εστιάζει στον εαυτό του αποτελεί στοιχείο ανώτερου ηθικού βίου. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο η επιμέλεια του εαυτού εννοείται ως η επιμέλεια της ψυχής. Η ουσία είναι να καταδειχθεί πόσο ασήμαντη είναι η ενασχόληση με τα κοσμικά πράγματα σε αντίθεση με την ενασχόληση της ψυχής. Είναι σαν το ευαγγελικό χωρίο «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήση τόν κόσμον ὄλον, καί ζημιωθῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ;»[7]. Το χωρίο αυτό μας καλεί σε μια στάση αυτοπάθειας, ωστόσο όχι ριζικής αυτοπάθειας. Μια στάση, σύμφωνα με τον Taylor, καθίσταται ριζική, όταν αυτό το οποίο έχει σημασία για εμάς υιοθετεί μια πρωτοπρόσωπη σκοπιά.[8] Τα αντικείμενα και ο κόσμος γύρω μου βιώνονται από εμένα, νοούνται από εμένα και γενικά έχουν νόημα μοναδικά για εμένα. Η γνώση του κόσμου γύρω μου είναι μοναδικά δική μου και ο κάθε πράττων έχει την δική του. Η εμβίωση μας οφείλει να στραφεί στον κόσμο όπως είναι μοναδικά για εμάς και αυτό σημαίνει ριζική αυτοπάθεια. Η έννοια της ριζικής αυτοπάθειας έχει να κάνει με το ότι εγώ την στιγμή που βιώνω, αισθάνομαι και γνωρίζω κάτι είμαι παρών στο εαυτό μου.
Η Αυγουστίνεια στροφή στον εαυτό και η ριζική αυτοπάθεια κατέστησε την έννοια της εσωτερικότητας να είναι αδιαχώριστη από την παρουσία του κάθε ανθρώπου στον εαυτό του. Αυτό που κατόρθωσε ο Αυγουστίνος είναι να καταστήσει τον εαυτό σε ένα πρωτοπρόσωπο εννοιολογικό πλαίσιο, το οποίο μας οδηγεί σε μια ανώτερη συνθήκη, η οποία με την σειρά της μας ανάγει προς τον Θεό. Ο Αυγουστίνος ωστόσο, δομεί την σκέψη του αυτοπαθώς, δηλαδή σε μια «πρωτοπρόσωπη εμπειρία του σκέπτεσθαι»[9]. Η πρωτοπρόσωπη σκοπιά αποτελεί μια βεβαιότητα του εαυτού· η βεβαιότητα της ύπαρξης μου εξαρτάται από εμένα, καθώς ο γνωρίζων (ο εαυτός μου) και το γνωριζόμενο(η ύπαρξη μου) ταυτίζονται. Συνεπώς, το σύμπλεγμα γνωρίζωντος και γνωριζόμενου αποτελεί μια βεβαίωση της αυτοπαρουσίας μας μέσα στον κόσμο. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Gilson ο Αυγουστίνος εισήγαγε το πρώτο-cogito.[10] Η απόδειξη του Θεού σύμφωνα με τον Αυγουστίνο είναι μια απόδειξη που στηρίζεται στην πρωτοπρόσωπη εμπειρία. Αναγνωρίζω ως ανθρώπινο όν ότι το σκέπτεσθαι και το γνωρίζον μου ανάγεται σε κάτι ανώτερο από εμένα. Καμία ψυχή δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι ανώτερο από το Θεό που είναι το υπέρτατο αγαθό.[11] Η ιδέα του Αυγουστίνου ότι ο Θεός πρέπει να γνωσθεί εντός μας οδηγεί στο μονοπάτι της αυτογνωσίας. Η ψυχή μπορεί να είναι συνεχώς παρούσα στον εαυτό της, ωστόσο μπορεί να μην γνωρίσει τον εαυτό της. Το γεγονός ότι διαθέτουμε ήδη μια επίγνωση του εαυτού μας, μας βοηθά να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Λειτουργεί ως χάρτης της ψυχής.
4. Η αυγουστίνεια «μνήμη»
Η έννοια της Αυγουστίνειας «μνήμης» στην ώριμη φάση της φιλοσοφίας του έχει συμπεριλάβει της αρχές της τάξης της νόησης, ωστόσο φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από την πλατωνική θέαση των Ιδεών. Βαθιά μέσα στον ψυχισμό του ανθρώπου κατοικεί μια εσφαλμένη κατανόηση, η οποία χρειάζεται αρκετή σκέψη για να έρθει σε συνειδητή διατύπωση. Αυτή η λανθάνουσα διατύπωση που έχει κάθε άνθρωπος είναι για τον Αυγουστίνο η «memoria». Στην «memoria» βρίσκεται η εσφαλμένη κατανόηση σχετικά με τον εαυτό μας, η οποία ξεκινά από την άγνοια του ανθρώπου για τον εαυτό του και καταλήγει στην αληθινή αυτογνωσία του ανθρώπου. Ένα εύλογο ερώτημα ωστόσο θα ήταν τι βρίσκεται στα θεμέλια αυτής της μνήμης καθ’ αυτής; Ο Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι στην μνήμη βρίσκεται ο εντός Διδάσκαλος, ο οποίος είναι η πηγή του φωτός και φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[12] και δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Θεό. Έτσι, το «ταξίδι» που διανύει η ψυχή στην αναζήτηση του εαυτού, η ψυχή στο τέλος βρίσκει τον Θεό[13]. Η εμπειρία της εσωτερικότητας που λαμβάνει ο άνθρωπος αποτελεί το αποτέλεσμα της εμπειρίας «από το επέκεινα στον εαυτό μας»[14], αυτό το πέρασμα του επέκεινα αποτελεί η απόδειξη του Θείου. Η πρωτοπρόσωπη εμπειρία αποτελεί για τον Αυγουστίνο μια παραδειγματική δραστηριότητα πρωτοπρόσωπης σκοπιάς, κατά την οποία ο άνθρωπος αγωνίζεται να καταστήσει τον εαυτό του πληρέστερα στον εαυτό του.
Η ψυχή μέσω της εμπειρίας της εσωτερικότητας και της ριζικής αυτοπάθειας αποκτά «μνήμη Θεού». Όταν ο άνθρωπος στρέφεται προς τον Θεό η μνήμη του εντοπίζει την αλήθεια μέσα του, βλέπει δηλαδή την αλήθεια εντός του, εντός του Θεού. Όπως μέσω της ψυχής ζωογονείται το σώμα έτσι κατ’ αναλογία και ο Θεός ζωοποιεί την ψυχή. Ο άνθρωπος και κατ’ επέκταση η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα ομοίωμα του Θεού, έτσι το ερώτημα της Θεϊκής ύπαρξης θα πρέπει να αναζητηθεί στην ψυχή.[15] Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, εντός της ψυχής υπάρχει η εσωτερική εμπειρία του ανθρώπου, η οποία υποδεικνύει στην ψυχή την γνώση που έχει για τον εαυτό της, συνιστά δηλαδή ταυτόχρονα το Είναι και την γνώση που έχει η ψυχή για τον εαυτού της. Ο συνδυασμός του Είναι και της γνώσης αποτελεί την αγάπη. Κατά παρόμοιο τρόπο μέσα στην Θεϊκή υπόσταση εντοπίζονται ενωμένα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Σε αυτό το σημείο συνδέεται και το Αυγουστίνειο δόγμα της Τριάδος στην ψυχή. Η πρώτη τριάδα σύμφωνα με τον Αυγουστίνο περιλαμβάνει τον νου, την γνώση και την αγάπη. Ο νους γνωρίζει τον εαυτό και μέσω αυτού την αγάπη. Η δεύτερη τριάδα περιλαμβάνει την νόηση την θέληση και την μνήμη. Η μνήμη εδώ αποτελεί την εσφαλμένη γνώση του εαυτού που διαθέτει η ψυχή η οποία καλύπτεται από τις εσφαλμένες εικόνες που έχω για αυτήν. Ωστόσο, το να κατανοώ τον αληθινό μου εαυτό σημαίνει να τον αγαπώ καθ’ ολοκληρία και έτσι έρχεται μέσω της αυτογνωσίας η αγάπη για τον εαυτό μου. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο ο άνθρωπος μέσω της αγάπης και της αυτοπαρουσίας στον εαυτό του αναδεικνύεται ως εικόνα του Θεού. Πράγματι η τριαδική εικόνα μέσα μας είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να τελειοποιηθεί η αυτοπαρουσία.
Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο το δόγμα της θέλησης δεν είναι άμεσα εξαρτημένο από τη γνώση. Η εξέλιξη του στην δυτική χριστιανική σκέψη συνδέεται με την διάθεση του ανθρώπου να προβαίνει ο ίδιος σε μια επιλογή της πράξης του και ακόμη αποτελεί την βάση της διάθεσης του είναι μας. Στην πρώτη εντάσσονται οι άνθρωποι με ισχυρή ή αδύναμη θέληση, ενώ στην δεύτερη εντάσσονται οι καλόβουλοι ή κακόβουλοι άνθρωποι. Συνεπώς, η έννοια της θέλησης είναι από την μια ανεξάρτητη και ανιδιοτελής μεταβολή που προκαθορίζει τι μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος, καθώς και εξαρτώμενη από τα πράγματα γύρω της. Στον αντίποδα της θέλησης υπάρχει και η διαστροφή αυτής που δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την έλλειψη ενόρασης του καλού.[16] Συνέπεια της διαστροφής αυτής είναι ο άνθρωπος να γίνεται περήφανος, αλαζόνας να θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του κόσμου και να αναφέρεται πάντα στον εαυτό του.[17] Η αυτοπάθεια στο συγκεκριμένο σημείο αυτής της σκέψης έχει κεντρική θέση. Η αυτοπάθεια γίνεται «κακή»[18] όταν εστιάζεται στον εαυτό της, και το φάρμακο για να απαλλαγεί από αυτήν είναι να αναγνωρίσει την εξαρτώμενη σχέση από τον Θεό στην αυτοπαρουσία του εαυτού του κάθε ανθρώπου. Η ουσία της Χριστιανικής διδασκαλίας σύμφωνα με τον Αυγουστίνο είναι η εξάρτηση «του είναι μου» από τον Θεό.[19]
5. Η έννοια του ανθρώπινου προσώπου: Σημαντική για την αυγουστίνεια εσωτερικότητα
Στοιχειωμένος από υπαρξιακά προβλήματα και βασανισμένος από τα πάθη του, ο Αυγουστίνος ξεκίνησε μια αναζήτηση για να ανακαλύψει τον εαυτό του. Στο έργο του Εξομολογήσεις ο Αυγουστίνος κάνει μια προσπάθεια να φιλοσοφήσει με έναν εσωτερικό τρόπο.
Ο Αυγουστίνος ακολουθεί το μονοπάτι της Ελληνικής φιλοσοφίας, ωστόσο εφαρμόζει μια δική του προοπτική. Από την μια πλευρά, η πρώτη προοπτική παρουσιάζει τον Αυγουστίνο ως έναν φιλόσοφο, ο οποίος εμμένοντας στη σκέψη του Νεοπλατωνισμού, επιχειρεί να φτάσει σε μια αφηρημένη κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου. Από την άλλη, η ιστορική προοπτική παρουσιάζει τον Αυγουστίνο ως κάποιον που εξετάζει το ανθρώπινο πρόσωπο υπό το φως των Γραφών και του χριστιανικού τρόπου ζωής.[20] Ένα παράδειγμα της ιστορικής κατανόησης του ανθρώπινου προσώπου είναι η βιβλική αναφορά στην καρδιά. Ο Αυγουστίνος αναφωνεί:
«Και τι είναι καρδιά μου, παρα μόνον καρδιά ανθρώπινη; ».[21]
Υπό αυτό το πρίσμα, για τον Αυγουστίνο το ανθρώπινο πρόσωπο αναδύεται ως μυστήριο. Λέει:
Σε ρωτώ, εξομολογούμαι τώρα ενώπιον σου στους ανθρώπους, για να τους πληροφορήσω με αυτές τις γραμμές μου, ποιος είμαι σήμερα και ποιος υπήρξα.[22]
Η μέθοδος εσωτερικότητας του Αυγουστίνου σε σχέση με το ανθρώπινο πρόσωπο έχει υπαρξιακή αφετηρία και αφορά την υπέρβαση του ανθρώπινου προσώπου (προς τον Θεό) σε αντιδιαστολή με την κατανόησή του στον αφηρημένο συλλογισμό. Η αυγουστίνεια φιλοσοφία μπορεί να συγκριθεί με τον υπερβατικό ανθρωπισμό, όπου το ανθρώπινο πρόσωπο βρίσκεται στο κέντρο του στοχασμού ως πρόσωπο ικανό να υπερβεί τον εαυτό του για να φτάσει στον Θεό.
Ο χριστιανός φιλόσοφος προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το ανθρώπινο πρόσωπο προχωράει σε τέσσερις ορισμούς:
α) Το ανθρώπινο πρόσωπο ως ενότητα σώματος και ψυχής.
Στον πρώτο ορισμό ο Αυγουστίνος αναφέρεται στο ανθρώπινο πρόσωπο ως ενότητα ψυχής και σώματος. Στο βιβλίο XIX της Πολιτείας του Θεού, ο φιλόσοφος εξηγεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει ούτε η ψυχή χωρίς το σώμα, ούτε το σώμα χωρίς ψυχή. Βέβαια, μια διαφορετική άποψη θα υποστήριζε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, αφού μετά το θάνατο, υπάρχει η ψυχή χωρίς το σώμα (αφού η ψυχή είναι αθάνατη). Παρ’ όλα αυτά, η ψυχή και το σώμα στέκονται μαζί σαν ένα.[23] [24]
β) Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα λογικό, θνητό ζώο
Ο δεύτερος ορισμός που δίνει ο Αυγουστίνος είναι ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα λογικό, θνητό ζώο. Αυτό βρίσκεται στο έργο του Περί Τάξεως (De Ordine).[25]Ο όρος «λογικός» χρησιμοποιείται για να διακρίνει το ανθρώπινο πρόσωπο από τα ζώα, ενώ ο όρος «θνητός» χρησιμοποιείται για να διακρίνει το ανθρώπινο πρόσωπο από τον Θεό. Ο Αυγουστίνος εξηγεί ότι ο άνθρωπος «αν δεν προσκολληθεί στο λογικό στοιχείο, θα είναι θηρίο. Aν δεν απομακρυνθεί από το θνητό στοιχείο, δεν θα είναι θεϊκό».[26] Με αυτόν τον τρόπο ο ορισμός αυτός εκφράζει συνοπτικά την ενότητα ψυχής και σώματος που απαρτίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Παρ' όλα αυτά, αν κάποιος δεν είναι λογικός ή ικανός να αποφασίσει για τον εαυτό του, τότε δεν θα είναι πλήρως ανθρώπινο ον. Έτσι, ενώ ο πρώτος ορισμός δίνει έμφαση στην ενότητα του σώματος και της ψυχής, ο δεύτερος ορισμός τονίζει το ρόλο της λογικής.[27]
γ) Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι μια ψυχή που κάνει χρήση του σώματος
Ένας τρίτος ορισμός που χρησιμοποιεί ο Αυγουστίνος είναι ότι το «ανθρώπινο πρόσωπο είναι μια ψυχή που κάνει χρήση του θνητού και γήινου σώματος».[28] Αυτός ο συλλογισμός οδηγεί τους αυγουστίνειους μελετητές να ισχυριστούν ότι υπάρχει ένας σαφής δυϊσμός μεταξύ του σώματος και της ψυχής. Σε αυτόν τον ορισμό ο Αυγουστίνος επιχειρεί να τονίσει την υπεροχή της ψυχής. Αυτός είναι και ο λόγος που διακρίνει την ψυχή από το σώμα. Κατά κάποιο τρόπο, το σώμα εξαρτάται από την ψυχή.[29]
δ) Ένα ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα ορισμένο είδος ουσίας, που μοιράζεται τη λογική, κατάλληλο να κυβερνά το σώμα.
Από τα πρώιμα έργα του, εξηγεί ότι από τη φύση της, η ψυχή αναφέρεται σε μια σχέση με το σώμα. Η ψυχή επιδιώκει να δώσει ζωή στο σώμα και να γίνει κτήμα του. Ο Πλατωνισμός έχει αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι το σώμα είναι ένα αρνητικό στοιχείο από την οποία η ψυχή πρέπει να απελευθερωθεί μέσα από μια σειρά μετενσαρκώσεων για να επιστρέψει, εξαγνισμένη, στο Ένα.[30]
Συμπεράσματα
Ο Αυγουστίνος αναδύεται ως μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική φιγούρα. Η φιλοσοφία του Αυγουστίνου μπορεί να περιγραφεί ως θεοκεντρική ανθρωπολογία, καθώς ενδιαφέρεται να γνωρίσει τον ανθρώπινο εαυτό, ιδιαίτερα ως εικόνα του Θεού. Το δόγμα αυτό της εσωτερικότητας περνάει από το ανώτερο στο εσωτερικό. Η ριζική αυτοπάθεια μέσα στον άνθρωπο αποκτά το νόημα του «εξερευνητή» που αναζητά τον Θεό. Η έννοια της εσωτερικότητας που προτάσσει ο φιλόσοφος συνδέεται με αυτήν της ριζικής αυτοπάθειας στο επίπεδο που γίνεται αντιληπτή η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Μέσω των δύο όψεων γνώσης του εαυτού που έθεσε ο Αυγουστίνος καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ανθρώπινος εαυτός γιγνώσκεται μόνο όταν γνωρίζεται και ο Θεός. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πει κανείς ότι ο Αυγουστίνος ήταν εκείνος που εισήγαγε τον όρο της εσωτερικότητας και αυτόν της ριζικής αυτοπάθειας και μας κληροδότησε την δυτική σκέψη. Η μέθοδος της εσωτερικότητας που προτάσσει ο Αυγουστίνος αποτελεί το σημείο εκείνο όπου ο εαυτός συναντά τον Θεό, πρόκειται δηλαδή για ένα μονοπάτι προς τον Θεό.
Η αλήθεια κατοικεί εντός του εαυτού μας και ο Θεός αποτελεί την αλήθεια και όπου υπάρχει η αλήθεια εκεί ακριβώς κατοικεί και ο Θεός. Τέλος, ο Αυγουστίνος γνωρίζει ότι το ανθρώπινο πρόσωπο έρχεται μέσω της εισόδου στον εαυτό, δηλαδή εξηγεί πώς η γνώση του προσώπου αποκτάται μέσω μιας μεθόδου εσωτερικότητας. Για τον Αυγουστίνο, η διαδικασία γνώσης του ανθρώπινου προσώπου συνεπάγεται την ικανότητα υπέρβασης της σφαίρας που βρίσκεται έξω από αυτόν. Ένα εύλογο ερώτημα θα ήταν αν ο Αυγουστίνος αποδέχεται κατά κάποιον τρόπο ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να καταλάβουμε τον Θεό είναι να πιστέψουμε σε εκείνον. Ίσως απώτερος σκοπός του Αυγουστίνου είναι να βοηθήσει του χριστιανούς σε αυτό το ταξίδι της αναζήτησης του εαυτού τους, ένα ταξίδι προς τον αιώνιο άλλο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τσαρλς Ταίυλορ, Πηγές του εαυτού Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας, μτφρ. Ξενοφών Κομνηνός, Ίνδικτος, Αθήνα 2007.
[2] Ό.π., σ. 213
[3] Ό.π.
[4] Αγ. Αυγουστίνος, De Trinitate- Περί Τριάδος, Σταμούλης καὶ Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Ἰ. Χατζηεφραιμίδης, Θεσσαλονίκη 2022.
[5] Τσαρλς Ταίυλορ, Πηγές του εαυτού Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας, ό.π., σ. 217.
[6] Αγ. Αυγουστίνος, Οι εξομολογήσεις, μτφρ., Ανδρέας Δαλεζίου, Γραφείον «Καλού Τύπου», Αθήνα 1951, σ. 204
[7] Μτ 16:26
[8] Τσαρλς Ταίυλορ, Πηγές του εαυτού, ό.π., σ. 217.
[9] Ό.π., σ. 221
[10] Etienne Gilson,The Christian Philosophy of Saint Augustine,trans, L. E. M. Lynch, Random house, Νέα Υόρκη 1970, σ. 41-42, στο Πηγές του εαυτού, ό.π., σ. 222
[11] Αγ. Αυγουστίνος, Οι εξομολογήσεις, ό.π., σ. 189.
[12] Ιω 1:1-17.
[13] Αγ. Αυγουστίνος, Οι εξομολογήσεις, ό.π., σ. 199.
[14] Τσαρλς Ταίυλορ, Πηγές του εαυτού Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας, ό.π., σ. 226.
[15] Χαϊτς Χαϊμζετ, Τα έξι μεγάλα ερωτήματα της δυτικής μεταφυσικής και οι ρίζες της νεότερης φιλοσοφίας, μτφρ., Μιχάλης Παπανικολάου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2020, σ.171
[16] Τσαρλς Ταίυλορ, Πηγές του εαυτού, ό.π., σ. 231.
[17] Ό.π.
[18] Με την έννοια «κακή», ίσως, ο Αυγουστίνος να εννοεί βλαβερή για την ανθρώπινη ψυχή.
[19] Τσαρλς Ταίυλορ, Πηγές του εαυτού, ό.π., σ. 231-232.
[20] John Anthony Berry, What makes us human? Augustine on interiority, exteriority and the self, Scientia et fides, University of Malta, Mάλτα 2017, σ. 91-92.
[21] Αγ. Αυγουστίνος, Περί Τριάδος, ό.π., σ. 113.
[22] Αγ. Αυγουστίνος, Οι εξομολογήσεις, ό.π., σ. 290.
[23] Ο Αυγουστίνος απορρίπτει τη μανιχαϊστική κατανόηση του ανθρώπινου προσώπου και υποστηρίζει τη θεωρία του Βάρρων για την prima natura.
[24] John Anthony Berry, What makes us human?, ό.π., σ. 96.
[25] Saint Augustin, On order(De Ordine), μτφρ. Silvano Borruso, St. Augustine's press, Σάουθ Μπέντ 2007, σ.93
[26] Ό.π.
[27] John Anthony Berry, What makes us human?, ό.π., σ. 96.
[28] Saint Augustin, «On the Catholic and the Manichean Ways of Life», The fathers of the church, τόμ. 56 μτφρ. Donald A. Gallagher και Idella J. Gallagher, The Catholic University of America Press, Boston College, Μασαχουσέτη 1965, σ. 41.
[29] John Anthony Berry, What makes us human?, ό.π., σ. 97.
[30] Ό.π., σ. 97.
Add comment
Comments