του ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΠΕΡΔΙΚΑΚΗ
Μητρ. Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, Εκατό κηρύγματα, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2023.
Παρακαταθήκη
Οι εκδόσεις Άρτος Ζωής με τον τόμο Εκατό κηρύγματα, το ένατο βιβλίο της σειράς Βιβλιοθήκη του κηρύγματος, προσφέρουν μια σημαντική υπηρεσία στο αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει κηρύγματα του μακαριστού μητροπολίτη Περγάμου, π. Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος υπήρξε ακούραστος διάκονος του χριστιανισμού. Ως επιφανής θεολόγος της σύγχρονης εποχής, σταθμός της χριστιανικής διανόησης, κατάφερε, καταπώς φαίνεται, να ιερουργεί όχι μόνο με τον καθιερωμένο τρόπο αλλά και με τα κηρύγματά του. Η φωνή που διακόνησε τους λόγους αυτούς σίγησε στον φυσικό κόσμο, όμως το παρόν έργο θα συνεισφέρει, ώστε να αντηχήσει στην ψυχή πολλών που δεν είχαν την τύχη να την ακούσουν εκ του σύνεγγυς. Ο ίδιος ο μητροπολίτης ανησυχούσε πάντοτε για την ποιότητα του κηρύγματος, διότι, ενώ είναι ανθρώπινος λόγος, αφορά την ουσία του Κυρίου. Η ανησυχία του αυτή είναι που πιθανώς τον ώθησε να εκφέρει λόγο άξιο και αντάξιο του ρόλου που είχε να επιτελέσει.
Η ανάγνωση των κειμένων αυτών μας μεταφέρει εντός των ναών όπου κάθε στιγμή λαμβάνει χώρα το κήρυγμα. Διατρέχοντας τις σελίδες αυτές, θα βρεθεί ο καθένας μπροστά σε πλήθος εντυπώσεων. Θα διαβάσει για θέματα τα οποία ήδη γνωρίζει, αλλά συχνά θα αντικρίζει νοήματα που δεν είχε φανταστεί. Προσεγγίζονται στο κείμενο αυτό πτυχές της πίστεως για τις οποίες σπάνια γίνεται λόγος στη σημερινή εποχή. Αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά ο πλούτος της χριστιανικής παράδοσης, που διατρέχει χιλιετίες. Σε ορισμένες στιγμές γίνεται μέσω του λόγου του μητροπολίτη Περγάμου και σύνδεση της θεολογίας με τη φιλοσοφική αναζήτηση, οπότε τα νοήματα αποκτούν τόνο και ενδιαφέρον ακόμη οικουμενικότερο.
Όλες βέβαια αυτές οι πνευματικές διδαχές χρησιμοποιούνται για έναν κύριο σκοπό, τη συνειδητή υιοθέτηση και εφαρμογή των μηνυμάτων του Χριστού, ιδίως στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας. Ο προσανατολισμός των κηρυγμάτων κατατείνει στην ουσία, στην πράξη. Πριν, όμως, από αυτήν είναι απαραίτητη η εσωτερική διεργασία που θα ανοίξει την καρδιά του ανθρώπου στο αειθαλές μήνυμα της αγάπης, που πρώτη φορά μπόλιασε την ιστορία με τον χριστιανισμό. Στην ατελεύτητη, λοιπόν, αυτή διαδρομή έρχεται το βιβλίο αυτό να αποτελέσει συνοδοιπόρο και φανοστάτη.
Από την αρχή ως το τέλος των κηρυγμάτων θέτονται σπουδαία ζητήματα που παρακινούν τον αναγνώστη να στραφεί με ειλικρίνεια και διάθεση ελεγκτική προς το εσωτερικό του. Όπως επισημαίνεται, καλούνται όλοι, όπως ο ίδιος ο Χριστός έδειξε, να αντιστρέψουν μέσα τους την πορεία της πτώσης. Καλούνται στην επάνοδο προς τον Θεό, παραμερίζοντας τις καθημερινές τους συνήθειες και έγνοιες, όπως έκαναν και οι πρώτοι απόστολοι. Σημαντικό στην προσπάθεια αυτή είναι να απεμπολήσει ή μάλλον να υπερβεί ο καθένας για μια στιγμή τη λογική, η οποία δεν επιτρέπει τον συντονισμό με την πίστη. Η πίστη διαμηνύει στον άνθρωπο τον εναγκαλισμό της αγάπης, τον οδηγό, την πρωταρχή του χριστιανισμού.
Πορεία διαμέσου του θανάτου
Μέγα βέβαια εμπόδιο στη μίμηση του Κυρίου χαίνει το βάραθρό του θανάτου. Ο θάνατος είναι η πύλη που χωρίζει τον άνθρωπο από τον αθάνατο κόσμο που τον περιμένει. Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο φανερώνει ο Περγάμου μια συγκλονιστική δίοδο, ερμηνεύοντας τη φράση θανάτῳ θάνατον πατήσας. Συγκεκριμένα, εκμυστηρεύεται πως: «ο θάνατος είναι ακούσιος, δεν τον θέλουμε, αλλά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον θάνατο παρά μόνο αν εκούσια τον πάρουμε επάνω μας» (469).[1] Πεθαίνοντας δηλαδή εκούσια, μονάχα μέσα από τη θυσία για την αγάπη μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί τον ακούσιο θάνατο. Ζητά, λοιπόν, την άφευκτη πραγματικότητα του θανάτου να τη δεχτούμε με καρτερικότητα ως μέγιστη αλήθεια του κόσμου.
Η θεώρηση αυτή αποκαλύπτεται και στις πιο βαθυστόχαστες σελίδες του βιβλίου του Π. Κανελλόπουλου Το τέλος του Ζαρατούστρα. Όπως μας αναφέρεται εκεί: «και το αναπότρεπτο πρέπει να ’ρχεται ωσάν να το εκλέγουμε. Θα σας πω και κάτι παραπάνω: το αναπότρεπτο περιμένει να το εκλέξουμε˙ δεν έρχεται παρά μόνο αν το εκλέξουμε. Αν δεν το εκλέξουμε μόνοι μας, τότε απλούστατα συμβαίνει, γιατί σαν αναπότρεπτο δεν μπορεί να μη συμβεί, αλλά συμβαίνει σαν κάτι άσχετο με μας, σαν κάτι ξένο˙ και τότε γίνεται μαζί του κι ο εαυτός μας άσχετος και ξένος. Το αναπότρεπτο πρέπει να το εκλέγουμε σαν κάτι δικό μας˙ τότε προσέρχεται σε εμάς και σμίγει με τον εαυτό μας με τρόπο τέτοιον που ο εαυτός μας διατηρείται μέσα του άθικτος».[2] Συμπίπτουν, λοιπόν, σε αυτό οι απόψεις, πως για να μην εξαλειφθεί ο άνθρωπος από τον θάνατο, έχει χρέος να τον δεχθεί και να τον αποδεχθεί ως βήμα αναγκαίο και αναπόφευκτο. Μπορεί μονάχα να τον ξεπεράσει, εάν πορευτεί προς αυτόν ως αλήθεια της ανθρώπινης ζωής, εάν συντονιστεί με την αλήθεια αυτή.
Βέβαια, ο θάνατος, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ζηζιούλας, και αυτό είναι ένα μνημειώδες πρακτικό μήνυμα, δεν εισβάλλει στη ζωή μας μόνο από το φυσικό τέλος του ανθρώπου. Εισβάλλει ύπουλα και μέσα από το μίσος, τη ζήλεια, τον εγωισμό, αφού έτσι διακόπτει τη σχέση του ανθρώπου με τον διπλανό του, είναι ένας θάνατος πρόωρος. «Ο θάνατος είναι στην πραγματικότητα συνώνυμος με κάθε διακοπή της αγάπης και της κοινωνίας, είναι συνώνυμος με το μίσος» (46). Για αυτό συμβουλεύει: «πρέπει να θανατώσεις τον εαυτό σου, να θανατώσεις πρώτα πρώτα τη φιλαυτία σου, τα πάθη σου, για να μπορέσεις να αγαπήσεις, να πάψεις να φοβάσαι τον θάνατο» (70). Όπως σημειώνει ο Ι. Θεοδωρακόπουλος στο έργο του για τον Πλάτωνα:
Η ζωή η απλή πρέπει να εισαχθεί στο θάνατο, να μάθει να πεθαίνει. Από την τέφρα της τότε θ’ ανασπιθίζει το πνεύμα… Ο ξακουστός λόγος του Goethe «πέθανε και γίνου» χαρακτηρίζει όλη τη διαδικασία, που έχει η αντινομία αυτή του πνεύματος με την κοινή κι’ αδούλευτη ζωή.[3]
Λόγος και κόσμος
Ο Ζηζιούλας επιμένει, χρησιμοποιώντας γλώσσα λιτή, να φέρνει τον αναγνώστη μπροστά σε μηνύματα που πιθανώς δεν έχει συνειδητοποιήσει. Θέλοντας να διακρίνει τον ανθρώπινο λόγο από τον λόγο του Θεού τονίζει πως: «ο λόγος του Θεού δεν είναι λέξεις, δεν είναι λόγια, είναι πρόσωπο» (55). Πήρε ο λόγος σάρκα και: «μας οδηγεί πάντοτε σε μια σχέση με τον άλλον» (55). «Έτσι κι ο άνθρωπος δεν είναι άτομο, είναι πρόσωπο, είναι κάποιος που αποκτά οντότητα μέσα από την κοινωνία με άλλα πρόσωπα» (574). Φανερώνεται έτσι με όλη της την ένταση η πεμπτουσία της ζωής του Χριστιανού. Φανερώνεται η αξία που αποκτά ο συνάνθρωπος και πως μονάχα μέσω αυτού ανέρχεται ο πιστός στον κατά Χριστόν βίο. Με ποιο μεγαλύτερο τρόπο μπορούσε να καταδείξει ο Θεός την αξία του ανθρώπου, παρά σαρκώνοντας τον ίδιο του τον λόγο, καταδεικνύοντας υψηλοφρόνως ότι ο λόγος αυτός μπορεί να περιληφθεί σε έναν άνθρωπο, έστω στο μέγιστο πρότυπό του, τον Ιησού Χριστό.
Αυτό το πρότυπο καλούμαστε να ακολουθήσουμε, ώστε να αναχαιτίσουμε τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Η υλιστική μανία είναι μία από αυτές τις σύγχρονες λαίλαπες. Όσοι ζουν με τρόπο λιτό, αληθώς χριστιανικό, έχοντας ως κύριό τους μέλημα τον συνάνθρωπο θεωρούνται: «κατά κόσμον άνφρονες» (79). Κι όμως, όπως εύστοχα επισημαίνεται, αυτή η «αφροσύνη» επιτρέπει στον άνθρωπο να μεγαλουργήσει στην προσπάθεια της κενώσεως. Του επιτρέπει να μεγαλουργήσει αδειάζοντας τον εαυτό του από τον κυκεώνα των αναγκών που τον περιορίζουν στην ιδιωτική ζωή, που τον υποτάσσουν στο άγος της φιλαυτίας, προετοιμάζοντάς τον να δεχτεί το Θείο μήνυμα.
Κάθε δοκιμασία που ο άνθρωπος συναντά είναι μια αφορμή ο ίδιος να λάβει θέση και να χαλυβδώσει τη σχέση του με το αιώνιο στοιχείο. Σημειώνεται άλλωστε, ότι: «ο Θεός αφήνει στην ελευθερία του ανθρώπου το να αποδεχθεί ή να μην αποδεχθεί την πρόσκλησή του» (85). Το μεγάλο κατόρθωμα είναι ο άνθρωπος να απαντά καταφατικά στις προκλήσεις αυτές, ώστε έτσι μονάχα να πραγματωθεί η ελευθερία του. Αντιτίθεται, λοιπόν, o καταφατικός προς τον Θεό τρόπος βίου στη σύγχρονη ελευθεριότητα, κατά την οποία: «μπήκε στη συνείδηση του ανθρώπου η ιδέα ότι είναι ελεύθερος όταν λέγει “όχι”» (89). Μέσω της κατάφασης στον λόγο του Θεού επιτυγχάνεται η αντίστροφη πορεία από αυτήν που κατακρήμνισε τον άνθρωπο, όταν απερίσκεπτα νόμισε ότι η ελευθερία ταυτίζεται με την ασυδοσία.
Αρετές του Χριστιανισμού
Εξαίρονται αρετές όπως η ευγνωμοσύνη, η ταπεινότητα, η συγχώρεση, καθεμιά εκ των οποίων αποκτά βάθος απροσμέτρητο μέσα στις χριστιανικές διδαχές. Ο Ζηζιούλας χρησιμοποιεί εδώ τον πιο πηγαίο ίσως λόγο, λόγο που αρχικά ταράσσει για την αλήθεια του κι ύστερα όμως συγκινεί για τον ίδιο λόγο, φωτίζοντας την ευγενική πλευρά που κάθε άνθρωπος διαθέτει και πρέπει πάντα να φέρνει στην επιφάνεια. «Όλοι μας οφείλουμε σε άλλους αυτό που είμαστε» (97) απερίφραστα σημειώνει. Και μόνο τη σκέψη αυτή κάποιος να κρατήσει, έχει γίνει πλουσιότερος από το βιβλίο αυτό. Συμπληρώνει ότι: «η λέξη “χάρισμα” σημαίνει ακριβώς ότι κάτι μας δόθηκε. Δεν υπάρχουν χαρίσματα που να τα έχουμε κατακτήσει μόνοι μας» (100). Η ευγνωμοσύνη, επομένως, δεν μπορεί να λείπει από την ψυχή του ανθρώπου που κατανοεί ότι σχεδόν τα πάντα από αυτά που έχει τα οφείλει σε κάποιον που του τα έδωσε, είτε είναι άλλος άνθρωπος είτε είναι ο ίδιος ο Θεός.
Συνοδεύει την ευγνωμοσύνη η ταπεινότητα, η οποία πηγάζει από την επίγνωση του άφευκτου αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, στην πεπερασμένη του φύση. «Η ταπείνωση δεν είναι απλώς μια ηθική αρετή, αλλά η αλήθεια του εαυτού μας, η πραγματικότητά μας» (121). Η πραγματικότητα αυτή είναι πως ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος δεν παύει να είναι αμαρτωλός. Όσο πιο ταπεινός είναι κάποιος, τόσο πιο κοντά ζει στην αλήθεια αυτή. Κηρύττει ο Περγάμου ότι: «όσες αρετές και αν καλλιεργήσετε, όσο αγώνα πνευματικό και αν κάνετε, ποτέ μη νομίσετε ότι κατακτήσατε την αγιότητα και, προπαντός, ποτέ μην κοιτάξετε με περιφρόνηση τους άλλους» (123). Μας θυμίζει επίσης ότι η σωτηρία μάς χαρίζεται από την αγάπη του Θεού, και όχι εξαιτίας των δικών μας πράξεων, από τις οποίες η αμαρτία δεν μπορεί να λείψει.
Η συγχώρεση, βέβαια, ακολουθεί τον συλλογισμό αυτό, διότι γνωρίζοντας ο άνθρωπος την αξία της κοινωνίας του με τους άλλους αλλά και αισθανόμενος τη θέση του στον κόσμο αναγνωρίζει τη σημασία της. Αυτό βέβαια δεν αποτρέπει τον Ζηζιούλα να δηλώσει πως η συγχώρεση είναι το πιο δύσκολο κατόρθωμα στη ζωή του ανθρώπου, γνώμη που φέρει το βάρος της πολύχρονης υπηρεσίας του στο λειτούργημα της πνευματικής καθοδήγησής και της ποιμαντικής συνοδοιπορίας των ανθρώπων. Συμπληρώνει πως:
η αληθινή συγχώρεση δεν είναι αυτή που μας κάνει να μην εκδικηθούμε τον εχθρό μας, αλλά είναι αυτή που μας κάνει να αγαπήσουμε τον εχθρό μας (156).
Η δυσκολία, βέβαια, του εγχειρήματος αυτού είναι φανερή, καθώς συχνά φροντίζουμε να κρίνουμε τους άλλους, φοβούμενοι κυρίως να στρέψουμε το βλέμμα μας προς το εσωτερικό μας.
Η κρίση και η αγιότητα
Ως προς την Κρίση, αυτή θα έρθει εν καιρώ, μόνο από τον Ιησού Χριστό. Γύρω από την Κρίση πολλοί μύθοι έχουν κατασκευαστεί και το νόημά της έχει συχνότατα διαστρεβλωθεί, οδηγώντας σε ανεπίτρεπτες παρερμηνείες και φόβο. Στο βιβλίο αναδεικνύεται η αλήθεια που έχει συσκοτιστεί πιθανώς όσο κανένα άλλο μήνυμα του Χριστιανισμού με σκοπό τη χειραγώγηση του ανθρώπου. Στα λόγια που προσφέρει ο Ζηζιούλας λείπουν οι αναφορές στην κόλαση και τα πάθη, πρυτανεύει απεναντίας η άμωμη αγάπη. «Η αγάπη ξέρει να κρίνει μόνο με την ίδια της την παρουσία και μόνον η ίδια η αγάπη αποτελεί κρίση, διότι μας προκαλεί να πάρουμε θέση απέναντί της, ή να τη δεχθούμε ή να την απορρίψουμε. Διότι μας δείχνει ότι υπερτερεί έναντι ημών, και μας κάνει να αισθανόμαστε, όπως όταν κάποιος μας αγαπά πολύ, ταπεινωμένοι μπροστά στην αγάπη αυτή» (141). Ο άνθρωπος, λοιπόν, και η στάση του μπροστά στην αγάπη, είναι αυτός που θα κατατάξει τον εαυτό του κοντά στην άσπιλη αγάπη, που είναι η ουσία του Θεού, ή μακριά από αυτήν.
Ας μην ξεχνάμε πως: «αν ο Θεός εξαντλούσε το κακό διά της βίας και το εξαφάνιζε με αυτόν τον τρόπο, τότε θα χανόταν η ελευθερία μας» (179). Αυτό, διότι η ύπαρξη του κακού είναι σύμφυτη με την ελευθερία του ανθρώπινου όντος. Για αυτό καλείται ο καθένας να συμπεριφερθεί παρομοίως ακόμη και μπροστά στο κακό και να μη γίνει συνένοχος στην καταστρατήγηση της ανθρώπινης ελευθερίας. «Το κακό δεν μπορεί να νικηθεί με το κακό, αλλά μόνο εάν κάνουμε καλό σε αυτούς που μας κάνουν κακό, μόνο έτσι θα νικηθεί» (338). Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα αναφέρεται, ότι: «αν μπορέσεις να αγαπάς εκείνους που δε σε αγαπάνε, όταν δε φαίνεται η αγάπη των άλλων και συνεχίζεται η δική σου αγάπη, τότε αγαπάς ελεύθερα» (626). Έτσι αποκτά η ζωή μεγάλη αξία, όταν σηκώνουμε εμείς οι ίδιοι εκούσια τον σταυρό, τις αμαρτίες των άλλων. Έτσι προσεγγίζουμε έμπρακτα τον Ιησού Χριστό, τον μόνο άγιο. Όπως σημειώνεται: «η εκκλησία έχει δόξα μέσα στην ταπείνωσή της, μέσα στη θυσία των αγίων της» (257).
Ακόμη, η βαρυσήμαντη έννοια της αγιότητας παρουσιάζεται με τρόπο σαφή από τον Ζηζιούλα. Αρχίζει λέγοντας πως: «η αγιότητα δίνεται από τον άγιο Θεό, δεν την κατορθώνουμε εμείς, όσο και αν προσπαθήσουμε» (263). Σε αυτό, όμως, πρέπει να προστεθεί πως: «ο Θεός καλεί όλους. Στην κλήση αυτή απαντούν ελευθέρως λίγοι ίσως άνθρωποι, οι οποίοι όμως γίνονται τοιουτοτρόπως “εκλογή” του Θεού, διά της οποίας ο Θεός προετοιμάζει και την σωτηρία των άλλων».[4] Φυσικά, εάν δεν ανοίξουμε και οι ίδιοι την ύπαρξή μας προς Εκείνον, αυτό το θαύμα δεν μπορεί να συμβεί. Συμπληρώνει πως ο πραγματικός άγιος επιδιώκει την ανωνυμία, όχι την προβολή. Ακόμη: «η πραγματική αγιότητα συνίσταται στην αυτομεμψία μας και όχι στην αυτοπροβολή μας» (265). Μεγάλο, βέβαια, ενδιαφέρον επί του θέματος έχει η εύστοχη στηλίτευση της σχετικής περί της αγιότητας αντίληψης που έχει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος: «από τη μια μεριά τη θαυμάζει, την εξαίρει και από την άλλη κανένας δεν θα ήθελε το παιδί του να γίνει άγιος» (267).
Η δύναμη της πίστεως
Την πίστη, έπειτα, προσεγγίζει ο Ζηζιούλας με τρόπο που σκιαγραφεί σαφώς τα όρια εκείνης με τη διάνοια. Εντυπωσιάζει εδώ η καθαρότητα σκέψεως και λόγου. Λέει πως: «δεν μπορούμε ποτέ να αποδείξουμε την αλήθεια της πίστεώς μας, αυτό δηλαδή που πιστεύουμε, παρά μόνο με την προσωπική μας εμπειρία, με την προσωπική συνάντηση. Και εάν δεν συναντήσουμε προσωπικά τον Χριστό, δεν μπορούμε ποτέ να πιστέψουμε αληθινά» (169). Αυτή η ένωση δεν μπορεί να συμβεί, παρά με ένα άλμα που υπερβαίνει τη λογική και μας παραδίδει στον Θεό. Επισημαίνεται, ότι: «η πίστη δεν έχει δικαίωση και λογική απόδειξη. Η πίστη είναι να πέσει κανείς στο κενό πιστεύοντας ότι παρά ταύτα θα σωθεί» (396). Το άλμα αυτό αναπαρίσταται εναργώς στο άλμα του αποστόλου Πέτρου στη θάλασσα, καθώς πηγαίνει να συναντήσει τον Χριστό.
Όσο είχε στον νου του τον Χριστό προχωρούσε άφοβος πάνω στα κύματα, συνέβαινε το θαύμα. Όταν όμως σκέφτηκε ότι μπορεί να πνιγεί και φοβήθηκε για τη ζωή του, τότε άρχισε να βουλιάζει. Γιατί: «όταν σκεπτόμαστε τον εαυτό μας, τότε μας καταλαμβάνει ο φόβος μήπως χάσουμε τον εαυτό μας και έτσι δημιουργείται ανασφάλεια, αποτυχία και αδυναμία να γίνει οποιοδήποτε θαύμα στη ζωή μας» (396). Στρέφοντας την καρδιά μας προς ένα άλλο πρόσωπο εκλείπει ο φόβος και έρχεται το θαύμα. Και τελικά: «όταν έρθει η χάρις του Θεού, όλα έρχονται, όλα γίνονται, όλα μας δίδονται» (395).
Ιστορικές προκλήσεις
Αυτά και πολλά άλλα νοήματα μετέρχεται ο Ζηζιούλας, βοηθώντας τον άνθρωπο να συναισθανθεί την ουσία του Θεού. Η ουσία αυτή δεν είναι άλλη από την αγάπη, αγάπη προπάντων σε αυτόν που σφάλλει. Είναι αυτή η αλήθεια το πολύτιμο κληροδότημα του Χριστιανισμού στον κόσμο. «Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, που είχε φθάσει σε ύψη πολιτισμού, απεχθανόταν τους αμαρτωλούς» (683). Όπως σημειώνει και ο Κ. Τσάτσος:
η αγάπη δεν υπάρχει ούτε στον Πλάτωνα, ούτε στους φιλοσόφους των πρώτων Χριστιανικών χρόνων. Η αγάπη του Χριστού είναι ένα νέο νόημα.[5]
Τα Εκατό κηρύγματα του μακαριστού μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα δεν είναι μόνο ένα βιβλίο μάθησης και γνώσης, είναι και ένα βιβλίο αυτογνωσίας. Φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τις βαθύτερές του προαιρέσεις, τις οποίες περνά από το αμείλικτο αλλά και ζωοποιό κόσκινο της αγάπης. Κοσμοϊστορική πρόκληση του χριστιανισμού σήμερα είναι το μήνυμα αυτό να το παραδώσει στον κόσμο με μια σύγχρονη έκφραση που να μπορεί να μιλήσει στον σύγχρονο άνθρωπο. Η χριστιανική Εκκλησία έχει χρέος να συνομιλήσει με την εποχή της. Τέλος, πρόκληση εξίσου σημαντική για τον χριστιανό προσωπικά, για τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου, είναι τους λόγους που διάβασε να τους κάνει πράξη. Εκεί έγκειται η μεγαλύτερη δυσκολία. Λόγια με ουσία βρίσκονται˙ η ουσία, όμως, αυτή δεν μπορεί να πλημμυρίσει τον κόσμο, εάν δε βρει την έκφρασή της στην καθημερινή μας ζωή.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κάθε παραπομπή γίνεται στο κείμενο με τον αριθμό της σελίδας να ακολουθεί το παράθεμα.
[2] Π. Κανελλόπουλου, Το Τέλος του Ζαρατούστρα, Εστία, Αθήνα, 2006 [1956], σ. 334 και 335.
[3] Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Εστία, Αθήνα, 2011 [1941], σ. 289.
[4] π. Ι. Αγγελιδάκη, Περί της «ώρας του Κυρίου», Της «Εβδόμης και Ογδόης Ημέρας», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2019, σ. 68.
[5] Κ. Τσάτσου, Διάλογοι σε μοναστήρι, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1987 [1974], σ. 92.
Create Your Own Website With Webador