του ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
[Jοhann Chapoutot, Η πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, ΠΟΛΙΣ, 2021]
Georg Grosz, Οι πυλώνες της κοινωνίας, 1926.
Ήταν οι ναζί παρανοϊκά και απάνθρωπα κτήνη; Αν και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι συνήθως αβίαστα θετική από κάθε άνθρωπο με αντιφασιστική τοποθέτηση, δεν ισχύει το ίδιο από τη ματιά της πολιτικής και της ιστορικής επιστήμης. Όχι γιατί η εθνικοσοσιαλιστική φονική μηχανή δεν προκάλεσε ανείπωτη φρίκη με τις μαζικές θηριωδίες της, ούτε γιατί οι δράστες αυτών των θηριωδιών δεν απώλεσαν κάθε ίχνος ανθρωπιάς προκειμένου να εκτελέσουν τις εντολές τις οποίες έλαβαν.
Όμως η αφαίρεση της «ανθρωπινότητας» από τους ναζί (από την ανώτατη ηγεσία μέχρι το κατώτερο στέλεχος του κόμματος που «υπάκουε σε εντολές»), η αποκοπή τους από το ανθρώπινο είδος και η κατάταξή τους σε κάποιο αλλόκοσμο «είδος τεράτων», δεν βοηθάει να κατανοήσουμε τα κίνητρα των ναζιστικών εγκλημάτων και το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που τα νομιμοποίησε. Και αυτή δεν είναι μια αποστασιοποιημένη ματιά, αλλά η οπτική του επιζώντα του Άουσβιτς Πρίμο Λέβι, ο οποίος αναγνώριζε στον προϊστάμενό του Γερμανό επιστήμονα δρα Panwitz την ανθρώπινη ιδιότητα, αναρωτώμενος «τι θα μπορούσε να συμβαίνει στον εσωτερικό κόσμο αυτού του ανθρώπου» και δηλώνοντας ότι θα ήθελε να τον ξαναδεί, όχι για να τον εκδικηθεί, αλλά για να ικανοποιήσει «την περιέργειά [του] για το ανθρώπινο είδος».
Εκκινώντας από την παράθεση αυτής της εξιστόρησης από το βιβλίο του Λέβι Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, ο Γιοάν Σαπουτό (Johann Chapoutot) προτείνει έναν εναλλακτικό τρόπο να προσεγγίσουμε τα κίνητρα και τη σφοδρότητα των ναζιστικών εγκλημάτων: αντιλαμβανόμενοι τον ναζισμό ως αυτό που επιδίωξε να εμφανιστεί, δηλαδή ως μια πολιτιστική επανάσταση.
Και βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γάλλος ιστορικός μάς εκπλήσσει με τη ρηξικέλευθη, εμβριθή, διεισδυτική ματιά του στο ναζιστικό φαινόμενο. Το είχε κάνει καταρχάς με το βιβλίο του Ο εθνικοσοσιαλισμός και η Αρχαιότητα (Le National-socialisme et l'Antiquité) που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2012 από τις εκδόσεις Πόλις. Σε αυτό, καλύπτοντας ένα μεγάλο ιστοριογραφικό κενό, κατέδειξε τη σύνδεση του εθνικοσοσιαλισμού με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, την επίμονη, δηλαδή, προσπάθεια και τον διακαή πόθο της ναζιστικής ηγεσίας και των «θεωρητικών» της να ξαναχτίσουν την υπερηφάνεια ενός ταπεινωμένου έθνους, όχι σε μια αυστηρά οριοθετημένη γερμανικότητα, αλλά προσαρτώντας τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους στη σκανδιναβική φυλή. Ο Σαπουτό, σε αυτό το εμβληματικό έργο αναφοράς, ανέτμησε το ναζιστικό όραμα, αποδεικνύοντας, με τη χρήση πολυάριθμων αδιαμφισβήτητων πηγών, ότι οι ναζί αποσκοπούσαν όχι μόνο στην πολιτικοστρατιωτική τους υπερίσχυση (μέσω του επανεξοπλισμού και της επεκτατικής μεγαλομανίας του «ζωτικού χώρου»), αλλά και στην κυριαρχία επί του παρελθόντος -και, δι’ αυτού, επί του μέλλοντος. Και αυτό θα το κατάφερναν με τη ρατσιστική εργαλειοποίηση της Ιστορίας, την αυθαίρετη οικειοποίηση της αρχαιότητας, την επιλεκτική εγγραφή της στη γερμανικότητα, στοιχεία που θα υπηρετούσαν στον 20ό αιώνα την πραγμάτωση των πεπρωμένων της «Αρίας φυλής».
Εδώ, ωστόσο, θα σταθούμε στο βιβλίο του Η Πολιτιστική Επανάσταση του Ναζισμού (La révolution culturelle nazie), που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Πόλις — και ενώ μόλις κυκλοφόρησε, εντωμεταξύ, το ακόμα πιο πρόσφατο βιβλίο του Η Μεγάλη Αφήγηση. Εισαγωγή στην ιστορία των καιρών μας (Πόλις, 2023). Και θα πραγματευτούμε όχι βέβαια το σύνολο των κεφαλαίων που το απαρτίζουν, αλλά κάποιους βασικούς θεματικούς του άξονες, στους οποίους και θα εστιάσουμε.
“Weltanschauung”
Στην Πολιτιστική Επανάσταση του Ναζισμού, ο Σαπουτό εισδύει στον πυρήνα της εθνικοσοσιαλιστικής «κοσμοθεωρίας» (Weltanschauung). Πρόκειται βέβαια για το πλαίσιο εντός του οποίου το Ολοκαύτωμα και τα λοιπά ναζιστικά εγκλήματα κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθούν από «κανονικούς ανθρώπους». Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου: «Αντιλαμβανόμαστε ότι η “παράνοια του Τρίτου Ράιχ”, για τους δράστες των ναζιστικών εγκλημάτων, μόνο παράνοια δεν ήταν: επρόκειτο για υπακοή σε διαταγές που είχαν δοθεί στο πλαίσιο των κανόνων της ιεραρχίας· για πράξεις υπεράσπισης του Ράιχ και της φυλής (μιας ιστορικής αναγκαιότητας που απαντούσε σε μια άνευ προηγουμένου βιολογική απειλή)» (σ. 12).
Η κανονικότητα των ναζιστικών εγκλημάτων, τονίζει ο συγγραφέας, «ανταποκρινόταν σε μια προσεκτικά μελετημένη και τεκμηριωμένη κανονιστικότητα» (ό.π.). Αυτό σημαίνει: σε ένα αφήγημα, ένα σύνολο κανόνων που νομιμοποιούσαν και δικαιολογούσαν τη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων. Το αφήγημα αυτό ερμήνευε υπό το πρίσμα της φυλετικής βιολογίας ολόκληρη την ιστορία της Δύσης ως μια ιστορία μιας «φυλής» που, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αγωνιζόταν για την επιβίωσή της, απειλούμενη από εξ Ανατολών εχθρούς, με πιο επικίνδυνους τους «Εβραιοσημίτες». Και βέβαια, η ναζιστική θεώρηση της ιστορίας, με τη ζωολογική σύλληψη των ανθρώπων και της κοινωνίας, δεν δομήθηκε στο κενό, αλλά θεμελιώθηκε σε ένα προϋπάρχον υπόστρωμα βιοπολιτικής, ευγονικής και κοινωνικού δαρβινισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη.[1] Όμως πρώτη η εθνικοσοσιαλιστική «κοσμοθεωρία» κατάφερε να συγκεράσει κοινοτοπίες της δυτικής κουλτούρας (όπως ο εθνικισμός, ο φυλετισμός, ο αντισημιτισμός, ο επεκτατισμός προς ανατολάς, ο μιλιταρισμός κ.ο.κ.) σε ένα ενιαίο και συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, πετυχαίνοντας την υλοποίησή του μέσω των υλικοτεχνικών μέσων που της παρείχε η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία.
Από πολύ νωρίς, οι ναζί αντιλήφθηκαν ότι η πλήρης αποδοχή της Weltanschauung δεν ήταν καθόλου δεδομένη σε κοινωνίες από αιώνες γαλουχημένες σε χριστιανικές, καντιανές, ουμανιστικές και φιλελεύθερες αρχές. Για να επικρατήσει το ναζιστικό κοσμοθεωρητικό μοντέλο στις καρδιές και τις συνειδήσεις, καθώς και η αντίστοιχη οργάνωση τής φυλετικά ιεραρχημένης κοινωνίας, θα έπρεπε αυτές οι αρχές να εξαλειφθούν και να αντικατασταθούν από άλλες. Θα έπρεπε, εν ολίγοις, να επανιδρυθεί μια νέα ηθική, βασισμένη, υποτίθεται, σε μια αρχέγονη «φυσική ηθική» ενός απολεσθέντος παραδείσου από τον οποίο μας απομάκρυναν ο χριστιανισμός, ο ουμανισμός και η Γαλλική επανάσταση του 1789. Ο Σαπουτό αναλύει αυτό το αποκαλυπτικό σχέδιο των ναζί βήμα προς βήμα: από το φυλετιστικό «ξαναδιάβασμα» της γερμανικής ιστορίας, μέχρι τη θεμελίωση μιας νέας σεξουαλικής ηθικής.
Η επαναφορά της Νορδικής Σκέψης
Από το πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται φανερό ότι οι θεωρητικοί ιθύνοντες του εθνικοσοσιαλισμού είχαν μια ιδιαίτερα τεκμηριωμένη πρόσληψη της ιστορίας του πολιτισμού όχι ως μιας πραγμάτωσης του πνεύματος, αλλά ως έκφρασης των ιδιοτήτων του αίματος. Κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, από μια πραγματεία αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μέχρι έναν μεσαιωνικό καθεδρικό ναό ή έναν αναγεννησιακό πίνακα, υπόκειται σε έναν αυστηρό βιολογικό ντετερμινισμό. Το «αίμα και το έδαφος» (Blut und Boden) είναι οι συνθήκες που γεννούν τα έργα του πολιτισμού. Πρόκειται για ένα είδος φυσικοποίησης της κουλτούρας, η οποία εξυψώνεται στον βαθμό που οι φορείς της διατηρούν άσπιλη την καθαρότητα του αίματος και καταβαραθρώνεται εφόσον υποκύψουν στη νόθευση του αίματος μέσω επιμειξιών.
Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει αντιληπτή η εμμονική οικειοποίηση της κλασικής Ελλάδας και της ελληνικής φιλοσοφίας από τους ναζί, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Χίτλερ και από τον Γιόζεφ Γκέμπελς, τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον Γκέρινγκ, τον Χίμλερ και άλλους. Στο αφήγημα της Weltanschauung, ο Πλάτων και η Σπάρτη κατέχουν προνομιακή θέση. Ειδικοί των κλασικών σπουδών και της αρχαίας ιστορίας αναπροσάρμοσαν τα σχολικά εγχειρίδια έτσι ώστε το «θαύμα» της κλασικής αρχαιότητας να παρουσιάζεται ως απότοκο της νορδικής σκέψης, της οποίας απαστράπτων εκπρόσωπος υπήρξε ο Πλάτων. Ο κορυφαίος Αθηναίος φιλόσοφος, παρότι δεν θεμελίωσε ποτέ ένα κλειστό και ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα, αξιοποιήθηκε στη ναζιστική προπαγάνδα ως «θεωρητικός του κράτους» και «στοχαστής της ιδεώδους πολιτείας» μάλλον, παρά ως «εκπρόσωπος της θεωρίας των ιδεών». Κατά τον φυλετολόγο του ναζιστικού κόμματος Χανς Γκύντερ, ο Πλάτων δεν ήταν ένας «απλός θεωρητικός της λογικής ή της γνώσης», αλλά «η ενσάρκωση αυτού του ολοκληρωμένου νορδικού ανθρώπου, που ανέπτυξε πλήρως τα σωματικά και πνευματικά ταλέντα με το σπέρμα των οποίων τον είχε προικίσει η φυλή του» (σ. 35). Με τον Πλάτωνα ως «πατέρα της ευγονικής» ασχολήθηκαν επίσης ο γενετιστής Φριτς Λεντς και ο επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου Φυλής και Εποικισμού των SS, Ρίχαρντ Νταρέ (σ. 45).
Στον αντίποδα του αριστοκρατικού ιδεώδους της πλατωνικής φιλοσοφίας εμφανίζονται οι φιλόσοφοι της Στοάς, εκπρόσωποι της υποτιθέμενης «ελληνιστικής παρακμής» -εποχής κατά την οποία ο ελληνικός πολιτισμός «εκφυλίστηκε» λόγω της ατυχούς μετάβασης από τον απομονωτισμό της φυλετικής πόλης-κράτους στον κοσμοπολιτισμό της αλεξανδρινής αυτοκρατορίας και της διείσδυσης ασιατικού αίματος. Για τους ναζί, οι Στωικοί, ως προϊόν της «ασιατικοσημιτικής μετανάστευσης», σηματοδοτούν την «απονορδικοποίηση» της ελληνικής ιεραρχικής βιοθεωρίας, προτάσσοντας μια «ενοποιητική, μονιστική θεώρηση της ανθρωπότητας» που περιφρονούσε κάθε φυλετική ιεραρχία.
Στην προσπάθεια ολικής επαναφοράς της νορδικής σκέψης, οι ναζί διεκδίκησαν, μεταξύ άλλων, και τον συγγραφέα της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, Ιμμάνουελ Καντ, για την αυθαίρετη πρόσληψη του οποίου ο Σαπουτό αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο (σ. 136-163). Τον Καντ, οι ναζί τον διεκδίκησαν βέβαια όχι βέβαια ως οικουμενικό φιλόσοφο του Διαφωτισμού, αλλά ως έναν μεγάλο Γερμανό στοχαστή (Denker), ο οποίος συγκαταλέγεται, μαζί με τον Χέγκελ, τον Λάιμπνιτς, τον Μπαχ και τον Μότσαρτ, στους «ήρωες του πνεύματος» και της γερμανικής κουλτούρας, στο «έθνος των στοχαστών και των ποιητών».
Γερμανικό εναντίον Ρωμαϊκού Δικαίου
Στις 24 Φεβρουαρίου 1920, στη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα που έφερε η εθνική ταπείνωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ανακοινώθηκε στο Μόναχο, από τον 31χρονο Χίτλερ, το «Πρόγραμμα 25 Άρθρων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανών Εργατών». Στο «Άρθρο 19» διαβάζουμε: «Απαιτούμε την αντικατάσταση του Ρωμαϊκού Δικαίου, που είναι συνυφασμένο με μια υλιστική αντίληψη για τον κόσμο, από ένα Γερμανικό Δίκαιο της κοινότητας». Όπως αναφέρει ο Σαπουτό, «το πρόγραμμα του NSDAP ξαναφέρνει στο προσκήνιο, με το Άρθρο 19, μια παλιά επωδό του γερμανικού εθνικισμού: την αντίθεση μεταξύ γερμανικού και ρωμαϊκού κόσμου» (σ. 65). Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της γερμανικής ταυτότητας, που υποτίθεται ότι ξεκινούσε από τον Μεσαίωνα, διερχόμενη από σταθμούς όπως η έριδα μεταξύ γερμανικής Αυτοκρατορίας και Πάπα, η Μεταρρύθμιση ενάντια στη Ρώμη, ο Τριακονταετής πόλεμος, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και συνεχίστηκε στα χρόνια του Μπίσμαρκ.
Όπως αντιλαμβανόμαστε από άλλα συμφραζόμενα του ναζιστικού προγράμματος, το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν ήταν απλώς «υλιστικό», αλλά «ιουδαιο-υλιστικό», δηλαδή υλιστικό καθότι εβραϊκό. Ο λόγος είναι ότι συντάχθηκε σε μια εποχή όπου η Ρώμη βρισκόταν σε παρακμή και κατακλυζόταν από Εβραίους. Η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, την οποία εισήγαγε (σ. 67-69), υπονόμευσε τη σύνδεση αίματος και γης. Επομένως, μόνο με την επανεγγραφή ενός «Νορδικού Δικαίου» η γερμανική φυλή θα έπαιρνε πίσω τον χώρο που της στέρησε το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Ναζιστές νομικοί, όπως ο Hans Frank και ο Burkhard von Bonin, ανέλαβαν τη νομοθετική θεμελίωση της ρατσιστικής σκέψης, κατοχυρώνοντας τη δαιμονοποίηση του Ρωμαϊκού Δικαίου που βέβαια δεν ήταν «παρά ένα σκιάχτρο παραδομένο στο εκδικητικό μένος των ναζιστών» (σ. 85).
Η πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού, σύμφωνα με τον Σαπουτό, επιχείρησε να ανατρέψει την εισαγμένη -υποτίθεται- από το Ρωμαϊκό Δίκαιο ιδέα περί ενιαίας ανθρωπότητας, περιορίζοντας την απόλαυση του Δικαίου σε «ομοαίματους» πληθυσμούς του φυλετικού έθνους και αποκλείοντας τη νεφελώδη έννοια της «ανθρωπότητας». Στην πραγματικότητα, ο ναζισμός διεξήγαγε έναν διμέτωπο πόλεμο: τόσο εναντίον του ατόμου, όσο και εναντίον του συνόλου. Ήταν, θα λέγαμε, η διπλή εξέγερση της μερικότητας (της Volksgemeinschaft) ενάντια στην ατομικότητα και την οικουμενικότητα.
Απέχθεια προς τον χριστιανισμό
Μια συνισταμένη που διαπερνάει το πόνημα του Σαπουτό είναι η βαθιά και πολλάκις εκπεφρασμένη απέχθεια που έτρεφαν οι ναζί προς τη χριστιανική θρησκεία. Η προσπάθεια των ναζί ήταν εξαρχής στραμμένη στο σταδιακό ξερίζωμα της κληρονομιάς του ιουδαιοχριστιανισμού στη Γερμανία και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη. Πίσω από την αναφορά στον «θετικό χριστιανισμό», στο 24ο άρθρο των «25 σημείων του NSDAP» λάνθανε ένα βαθύ μίσος προς τον πυρήνα της χριστιανικής διδασκαλίας, η σφοδρότητα του οποίου ξεπερνά κατά πολύ τις μαχητικές αθεϊστικές διακηρύξεις του σοβιετικού κομμουνισμού. Πρόθεση των ναζί ήταν ο χριστιανισμός να αντικατασταθεί μεσοπρόθεσμα από μια χθόνια λατρεία της «γης και του αίματος», μια παγανιστική/εθνοφυλετική ειδωλολατρία. Η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη θεωρούνταν «ιουδαϊκά κατασκευάσματα» και δείγματα εκφυλισμού, εκ διαμέτρου αντίθετα με τη δύναμη των ενστίκτων, το σωματικό σφρίγος και την «πολεμική αρετή» του «Νέου Ανθρώπου».
Η πολεμική στον χριστιανισμό ήταν νιτσεϊκής έμπνευσης, καθώς θεωρήθηκε ότι η «θρησκεία της ερήμου» αλλοτρίωσε τον «αυθεντικό Γερμανό», καταστρέφοντας πολιτιστικά, δημογραφικά και γεωγραφικά τον Βορρά. Του στέρησε, σύμφωνα με τους ναζί, την ελεύθερη και αθώα χρήση του σώματός του, του κατέστειλε τις φυσικές επιθυμίες και του ενστάλαξε την ιδέα της αμαρτίας, ευνουχίζοντάς τον ψυχικά με βδελυρές έννοιες όπως το έλεος, η ευσπλαχνία και η συμπόνοια στον αδύναμο.
Το βιβλίο είναι διάσπαρτο από αναφορές στον ναζιστικό αντιχριστιανισμό, ωστόσο το κεφάλαιο «Νόμος των Αρχαίων, Νόμος της Φυλής» (σ. 109-135) τεκμηριώνει μοναδικά τους λόγους για τους οποίους οι ναζί θεωρούσαν ασυμφιλίωτη την Weltanschauung τους με τη διδασκαλία του Ιησού. «Η Γερμανία θα είχε αναδειχθεί νικήτρια το 1918, αν δεν είχε χριστιανική κουλτούρα και αν, επομένως, ήξερε στ’ αλήθεια να μάχεται», είναι η φράση που αποδίδεται στον ηγέτη της μεσοπολεμικής εθνικιστικής Δεξιάς, Έριχ Λούντερντορφ, και η οποία δεν έπαψε να επαναλαμβάνεται μετά το 1933 (σ. 122). Ο δε Χίμλερ θεωρούσε τον χριστιανισμό «τη μεγαλύτερη μάστιγα που θα μπορούσε να μας πλήξει στην πορεία της ιστορίας» (ό.π.), την ώρα που έβρισκε στον ισλαμισμό το μεγάλο πλεονέκτημα ότι «ενθαρρύνει τους ανθρώπους να πολεμούν και τους επιτρέπει να πεθαίνουν ευτυχισμένοι» (σ. 123). Η Επί του Όρους Ομιλία συνιστούσε για τους ναζί την πηγή της «καταραμένης συνείδησης», από την οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, παράχθηκαν οι κάθε λογής οικουμενισμοί: ο ουμανισμός, ο Διαφωτισμός και βέβαια ο μαρξισμός.
Παρά το ότι για λόγους πολιτικού πραγματισμού ο Αδόλφος Χίτλερ δεν καταφέρθηκε ανοιχτά κατά του χριστιανισμού, οι ιδιωτικές του συνομιλίες αποκαλύπτουν μια εμμονή με τις «πλάκες του Σινά», δηλαδή με τον Δεκάλογο που παραδόθηκε στον Μωυσή, ο οποίος απέκτησε οικουμενική ισχύ: «Το μόνο που πρέπει είναι να εξαγνίσουμε το αίμα μας από αυτή την κατάρα του όρους Σινά! Αυτό το δηλητήριο, με το οποίο οι χριστιανοί και οι Εβραίοι χάλασαν και μαγάρισαν το θαυμαστό και ελεύθερο ένστικτο του ανθρώπου, υποβιβάζοντάς τον στο επίπεδο ενός φοβισμένου και αδέσποτου σκυλιού!» (σ. 123). Και αλλού: «Βάζουμε τέλος στις πλάνες της ανθρωπότητας. Οι πλάκες του όρους Σινά έχουν χάσει την ισχύ τους. Η συνείδηση είναι μια εβραϊκή επινόηση. Κάτι σαν την περιτομή: ακρωτηριασμός του ανθρώπινου όντος» (σ. 124). Και βέβαια, για να κυριαρχήσει η ανώτερη φυλή, πρέπει να επιστρέψουμε στο αρχέτυπο, παραδειγματιζόμενοι από τους πολέμους της Αρχαιότητας, αρκεί πρώτα «να γίνουν κομμάτια οι πλάκες του όρους Σινά», όπως διακήρυττε ο Χίτλερ στους συνομιλητές του (σ. 126).
Οι ναζί γνώριζαν καλά ότι, παρά τις στρεβλώσεις, τα λάθη και τα εγκλήματα του ιστορικού χριστιανισμού, ο πολιτισμός που υπονόμευε την υλοποίηση ναζιστικών οραμάτων όπως το Πρόγραμμα Ευθανασίας Τ-4, ήταν (και παραμένει) ένας πολιτισμός διαποτισμένος από τη χριστιανική διδασκαλία της ευσπλαχνίας, της ισότητας και της μέριμνας προς τους αδύναμους. Η ιδέα της ιερότητας κάθε ανθρώπινου προσώπου ανεξαρτήτως καταγωγής δεν υπήρχε, φυσικά, στον αρχαίο κόσμο — μια παραμορφωμένη εκδοχή του οποίου αποθέωνε ο εθνικοσοσιαλισμός. Είναι το κληροδότημα του χριστιανισμού στις κοινωνίες της Δύσης. Και η πηγή της, όπως πολύ εύλογα χλεύαζαν οι ναζί, όντως βρίσκεται στις «πλάκες του Σινά» και στην Επί του Όρους Ομιλία.
Προς μια νέα σεξουαλική ηθική
Αν συνοψίζαμε τη ναζιστική Weltanschauung σε μία φράση, αυτή θα ήταν: «καλό είναι ό,τι ωφελεί τη φυλή, κακό ό,τι τη βλάπτει». Πάνω σε αυτή την ιδέα αναπτύχθηκε ένας προγραμματικός ριζοσπαστισμός που πρόταξε την καταστροφή των θεμελίων του πολιτισμού και την εγκαθίδρυση μιας βιολογικής πολιτικής η οποία αναγνωρίζει τη φύση ως μοναδική νομοθετική αρχή. Με βάση αυτή την πολιτική και με το βλέμμα στραμμένο στον εποικισμό των εδαφών που θα καταλαμβάνονταν στην Ανατολή, διατυπώθηκε μια νέα σεξουαλική ηθική και κατ’ επέκταση μια νέα ηθική περί γάμου. Σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο («Η σεξουαλική τάξη: Αναπαραγωγή, μονογαμία και πολυγαμία στο Τρίτο Ράιχ», σ. 219-261), ο Σαπουτό εξηγεί τόσο αναλυτικά τη “naturgesetzliche Politik” των ναζί ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το βιολογικό άγχος που τους χαρακτήριζε.
Και σε αυτό το πεδίο, βέβαια, η χριστιανική κουλτούρα —από την οποία πηγάζουν οι αστικοί κώδικες— βρέθηκε στο στόχαστρο, καθώς θεωρήθηκε ότι η δογματική θέση περί μονογαμίας και αποκλειστικής συζυγικής αφοσίωσης που καταδικάζει την αναπαραγωγή εκτός γάμου, έρχεται σε αντίθεση με τις εντολές της φύσης για συντήρηση της φυλής. Τα δεινά που μαστίζουν τη γερμανική φυλή, σύμφωνα με τον φανατικό αντιχριστιανό Χίμλερ, οφείλονται στην αλλοτρίωση που επέφερε ο χριστιανισμός ως όργανο των Εβραίων — ο δε μονογαμικός γάμος αποτελεί «σατανικό έργο της Καθολικής Εκκλησίας» για την καταστροφή της αρίας φυλής (σ. 249). Η πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού στράφηκε ενάντια στη ρωμαιοκαθολική ιερότητα του γάμου, και εξήρε την καθαρά βιολογική αξία αυτής της νομικής πράξης (σ. 229), καθώς «ιερή είναι μόνο η ζωή της φυλής και ο πολλαπλασιασμός των μελών της» (σ. 252).
Στο πλαίσιο της «επαναξιολόγησης των χριστιανικών αξιών» και του παραμερισμού των «παλιών αστικών ιδιοτροπιών», προωθήθηκε ένας λόγος σύμφωνα με τον οποίο οι κοινωνικοί θεσμοί πρέπει να υπηρετούν τους σκοπούς της φύσης. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από την πολυτεκνία (εντός ή εκτός γάμου) και την «αναπαραγωγή του καλού αίματος», που θα επιτυγχάνονταν με τη βιοπολιτική εφαρμογή της «φυσικής επιλογής».
Γεγονός είναι ότι όλες αυτές οι ανατρεπτικές απόψεις περί σεξουαλικής ηθικής δεν έγιναν ασμένως αποδεκτές από την πλειονότητα των νομικών, στους οποίους ήταν κυρίαρχες οι συντηρητικές ιδέες. Ήταν όμως η αρνητική για τη Γερμανία τροπή του πολέμου που κατέστησε πιο επιθετική την κριτική στο μονογαμικό μοντέλο. Τότε, ο λόγος περί πολυγαμίας και ανδρικής ή γυναικείας σεξουαλικότητας εκτός γάμου για αναπαραγωγικούς σκοπούς, έγινε ακόμη πιο έντονος στους κόλπους της ναζιστικής ιεραρχίας, ως δημογραφικό ισοζύγιο στην απώλεια εκατομμυρίων ανδρών (σ. 253).
«Μόλυνση» και «απολύμανση»
Η ναζιστική φρασεολογία βρήκε την πιο ακραία της μορφή στην ιατρικοποίηση του πολιτικού λόγου, παίρνοντας βέβαια τη σκυτάλη από τον κοινωνικό δαρβινισμό του 19ου αιώνα που, σε συνδυασμό με τις απίστευτες προόδους των φυσικών επιστημών και της ιατρικής, καθιέρωσε μια φυσιοκρατική αντίληψη της ιστορίας και του πολιτισμού. Οι ναζί, βέβαια, «τερμάτισαν» αυτή την αντίληψη, αναπτύσσοντας συστηματικά μια ρητορική που αποσκοπούσε στη βιοϊατρική αντιμετώπιση των Εβραίων ως «παθογόνων παραγόντων» και εφαρμόζοντας πρακτικές εξάλειψής τους, με μεθόδους παρόμοιες με εκείνες της εξάλειψης του τύφου.
Στην προπαγανδιστική ταινία του 1941 «Ο αιώνιος Εβραίος», οι εξαχρειωμένοι Εβραίοι της κατεχόμενης από τους ναζί Πολωνίας βιντεοσκοπούνται για να συνδεθούν με εικόνες ρυπαρότητας, ενώ το γκέτο τους αποκαλείται «εστία πανούκλας» (σ. 311). Σε άλλο φιλμ του 1942 με τίτλο «Να πολεμήσουμε τον τύφο!», ο Γερμανός στρατιώτης διδασκόταν ότι ο τύφος, η πανούκλα, τα ποντίκια, οι Εβραίοι και η ομοφυλοφιλία ήταν μια ανατολική παθολογία, προειδοποιούμενος ότι «πρέπει να αγρυπνά μπροστά στον αόρατο κίνδυνο που τον απειλεί στις εβραϊκές συνοικίες, καταμεσής ενός περιβάλλοντος απερίγραπτης βρομιάς» (ό.π.).
Georg Grosz, Ανάκριση, 1938.
Πάνω σε τέτοια και πολλά άλλα «επιχειρήματα», που παρομοίαζαν τους Εβραίους με ποντίκια-φορείς του Μαύρου Θανάτου, μολυσματικούς ψύλλους και τσουκνίδες, στήθηκε και οργανώθηκε η «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος», όπως ανατριχιαστικά καταλήγει ο Σαπουτό στο κεφάλαιο «Μόλυνση και εξόντωση» (σ. 297-330). Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι στα μάτια του μέσου Γερμανού στρατιώτη, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων με Zyklon B —του συμπυκνωμένου υδροκυανίου που μέχρι τότε «χρησιμοποιούνταν μόνο ενάντια σε έντομα, παράσιτα και ποντίκια» (σ. 322)— παρά μια ευρείας κλίμακας υγειονομική επιχείρηση;
Επίλογος
Συμπερασματικά, Η Πολιτιστική Επανάσταση του Ναζισμού είναι το εμπνευσμένο έργο ενός ιστορικού επιστήμονα, ο οποίος, όπως και στα άλλα πονήματά του, επιμένει να βλέπει τη δύναμη των ιδεών (και των ιδεοληψιών) που συνείχαν τον εθνικοσοσιαλιστικό λόγο και κινητοποίησαν ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού έθνους προς την εφαρμογή τους.
Κάθε ενότητα, κάθε κεφάλαιο αυτού του πραγματικά σπουδαίου βιβλίου, συνιστά και αφορμή για σκέψη, εμβάθυνση, προβληματισμό, ανατρέποντας βεβαιότητες και καλώντας μας να αναστοχαστούμε συνολικά σε μια εποχή όπου, 80 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η ζώσα ιστορική μνήμη σταδιακά ξεθωριάζει και σβήνεται. Όχι από τον φόβο μιας μάλλον απίθανης επανεμφάνισης του παλαιού ναζισμού με τα απωθητικά σύμβολα, αλλά με διαρκή εγρήγορση για την απόκρουση ιδεών και πρακτικών που επιχειρούν να επαναφέρουν στον δημόσιο χώρο «υγειονομικές ζώνες», βιολογικά άγχη και περιφρόνηση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Για να κλείσουμε με τη φράση του Πρίμο Λέβι, με τον οποίον ξεκινήσαμε: «Συνέβη, επομένως μπορεί και να ξανασυμβεί: είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε».
Ο Γιάννης Δ. Αντωνόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985. Τελευταίο του βιβλίο: Από κρίση σε κρίση: στριπάκια πολλαπλών κρίσεων, (Αυτοέκδοση, 2024).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πρβλ. Mark Mazower, Η Σκοτεινή Ήπειρος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004, κεφ. 3: «Υγιή σώματα, άρρωστα σώματα», σ. 86-110.
Create Your Own Website With Webador