Σκέψεις πάνω στη μικρασιατική καταστροφή

Published on 10 June 2024 at 17:50

του ΑΝΤΩΝΗ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ

Είναι λίγο περίεργο που σήμερα ένας κατ’ επώνυμο Σμυρναίος, που δεν ξέρει όμως ακόμη αν είναι και πραγματικός Σμυρνιός, θα μιλήσει για την καταστροφή της Σμύρνης και της Μικρασίας. Θα εκλάβω λοιπόν αυτή τη μικρότατη ασυμμετρία ως δείγμα μιας άλλης, πολύ μεγαλύτερης, που συγκροτεί την εκάστοτε ιστορία και θα επιχειρήσω να αρθρώσω κάποιες σκέψεις πάνω στο εσαεί μυστηριώδες νόημα εκείνου του συνταρακτικού γεγονότος.

Στην κρυπτική γραφή ενός σκοτεινού φιλοσόφου του 6ου αιώνα π. Χ., όπως ήταν ο Ηράκλειτος, και στο πασίγνωστο Απόσπασμα 56, διαβάζουμε: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς. Και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους». Με αυτή τη ρητή, βαθιά διακοίνωση ο Εφέσιος εκείνος παγκόσμιος στοχαστής ήθελε να αναδείξει την άρρητη ασυμμετρία των πραγμάτων αυτού του κόσμου, το ασυντόνιστο των κοσμικών και ανθρώπινων ενεργειών, καθώς και την αιτία αυτής της ασυμμετρίας, που είναι ο πόλεμος. Αυτή η πρωταρχική αμάχη όλων εναντίον όλων, αρχίζοντας από την ησιόδειο κοσμογονία και καταλήγοντας στην καθημερινή ανθρώπινη εχθρότητα, αυτή που γέννησε τις ιεραρχίες και τις ανισότητες.

Από τότε πέρασαν πολλοί αιώνες, οι οποίοι είδαν την εφαρμογή αυτής της διακοίνωσης να εφαρμόζεται απόλυτα, που είδαν δηλαδή την ιστορία να κάνει τη βία του πολέμου μαμή της, για να φτάσουμε εντέλει στον 20ό αιώνα, «τον πιο τρομοκρατικό αιώνα της ιστορίας», κατά τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν, όταν και η ελληνική ιστορία απέκτησε ένα ακόμη ισχυρό, ανηλεές μερίδιο σε εκείνη την πανάρχαια ασυμμετρία των όντων, με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επρόκειτο για ένα τραύμα γιγαντιαίο, μια ιστορική πύκνωση ασύλληπτη, μια ανθρωπιστική ανάσχεση απερίγραπτη, που έλαβε χώρα όμως μέσα στο πλαίσιο του ευρέως πανευρωπαϊκού τρόμου. Την ίδια χρονιά με την Μικρασιατική Καταστροφή, ο James Joyce κυκλοφόρησε τον δικό του Οδυσσέα, κι εκεί ο ήρωάς του,  ο Στέφεν Δαίδαλος, θα μας πει κάποια στιγμή: «Η Ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω…», εκφράζοντας επιγραμματικά την αγωνία, το αδιέξοδο και τη ματαιωμένη πανευρωπαϊκή ελπίδα του Μεσοπολέμου.  

Αυτό όμως που μου φαίνεται πως ταιριάζει περισσότερο σε εκείνη Μικρασιατική Καταστροφή είναι το απόφθεγμα του Ιταλο-αργεντινού ποιητή Αντόνιο Πόρτσια: «Αυτός που θέλει να σε πληγώσει, θα σε πληγώσει στην πληγή σου», θα γράψει. Ποια όμως ήταν αυτή η πρωταρχική πληγή του Ελληνισμού; Παρόλο που η πρώτη άλωση της Πόλης από τους Φράγκους στα 1204 επιδείνωσε τραγικά την σοβούσα ήδη βυζαντινο-δυτική αντιπαλότητα, αφήνοντας το Βυζάντιο εξαιρετικά ευάλωτο, ήταν εκείνη η δεύτερη άλωση του 1453, ο «δεύτερος θάνατος του Ομήρου», όπως ομολόγησε και ο τότε Πάπας, που επέφερε το συντριπτικότατο πλήγμα στον Βυζαντινό Ελληνισμό. Πάνω σε αυτήν λοιπόν την πληγή, την οποία επιχείρησαν να επουλώσουν κάπως η ελληνική επανάσταση του 1821 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13, ένας αλλόκοτος, εγκληματικός συνδυασμός διεθνούς αλλά και εγχώριας καθήλωσης και αποπροσανατολισμού οδήγησαν εντέλει σε έναν ιλιγγιώδη κατήφορο προς το βάραθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η Μικρασία αποδείχθηκε έτσι μια τεράστια ιστορική παγίδα για τον Ελληνισμό, δημιούργησε μια γιγαντιαία δίνη, που καμιά δύναμη εγκόσμια δεν φαινόταν πως θα μπορούσε να αντισταθεί στην αδυσώπητη απορροφητική της εξουσία, όσο κι αν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους προσπάθησαν ειλικρινά και γενναία να αποτρέψουν την καταβύθισή της. Ο θάνατος είχε πλέον μόνο εκείνος την εξουσία, καταστρέφοντας τη διαιώνια αλήθεια της Ιωνίας. Κι αναγκάστηκαν τότε όλοι να επιβεβαιώσουν εκείνη τη μελαγχολική επισήμανση του Σοφοκλή, ότι «είναι οδυνηρό να ξέρεις την αλήθεια κι αυτή να μην μπορεί να σε βοηθήσει»…

Οι ιστορικοί βεβαίως απαριθμούν συστηματικά τα τραγικά λάθη που προηγήθηκαν εκείνου του ολέθρου: οι εκλογές του Βενιζέλου, ο ερχομός του βασιλιά Κωνσταντίνου, η διαχείριση της εκστρατείας από απειροπόλεμους στρατηγούς, η υποχώρηση της εύνοιας των Μ. Δυνάμεων, η απρόσμενη τουρκική αναζωπύρωση του δικού τους πατριωτισμού, η βοήθεια των μπολσεβίκων και των Ιταλών στον Κεμάλ κλπ. κλπ. Κι ακόμη, πάνε λίγο πιο πίσω και λένε ότι όλη αυτή η τραγωδία ξεκίνησε από την απόβαση στη Μικρά Ασία το 1919. Ήταν λοιπόν η απόβαση αυτή δείγμα ενός μη-διορατικού «ελλαδικού ιμπεριαλισμού», όπως έχει διατυπωθεί; Ήταν προϊόν ενός αιθεροβάμονος μεγαλοϊδεατισμού; Ήταν δηλαδή η ελληνική Μεγάλη Ιδέα αυτή η ίδια η πληγή που ζητούσε για 500 τόσα χρόνια να αυτοθεραπευτεί, πλην ματαίως;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, ειδικά στον χώρο των σύγχρονων επαγγελματιών ιστορικών, είναι συχνά (όχι βεβαίως πάντα) κατηγορηματικές: η Μεγάλη Ιδέα ήταν η πρωταρχική δημιουργός όλων των σύγχρονων ιστορικών κακοτυχιών του ελληνισμού, διότι η «μικρά και έντιμος Ελλάς» όφειλε να αρκεστεί στα μετεπαναστατικά της  μόνο κεκτημένα. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στις πολύ βάσιμες δικαιολογίες για εκείνη την απόβαση, αλλά θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην ίδια την τόσο δύσφημη σήμερα λέξη «μεγαλοϊδεατισμός», επισημαίνοντας τα εξής:

Πρώτον, Μεγάλη Ιδέα έχουν όλοι οι λαοί, σε κάθε εποχή, αρκεί μόνο να κοιτάξουμε γύρω μας σήμερα, και άλλοτε πετυχαίνουν τους στόχους τους και άλλοτε όχι. Γίνονται οι χαμένοι της ιστορίας, και φορτώνονται όλο το όνειδος της αποτυχίας τους, που μεταβιβάζεται μέσω της μνήμης και της ιστοριογραφίας στους μεταγενέστερους.

Δεύτερον, Μεγάλη Ιδέα δεν έχουν μόνο οι λαοί, αλλά και μικρές ομάδες, ακόμη και μεμονωμένα άτομα με ισχυρές φιλοδοξίες κάθε είδους, που άλλες αποδεικνύονται ευεργετικές και άλλες καταστροφικές. Μήπως η σύγχρονη επιταγή της αυτο-πραγμάτωσης, της αριστείας, της καινοτομίας, δεν είναι μια ατομική ή και συλλογική Μεγάλη Ιδέα, με θετικές αλλά και αρνητικές εκβάσεις; Μήπως η παγκοσμιοποίηση, η ομογενοποίηση του κόσμου δεν είναι μια ακόμη Μεγάλη Ιδέα, την οποία ο Ζακ Derrida θα την αποκαλέσει «ομο-ηγεμονικο-ποίηση», με την επιφύλαξη ότι θα μας σύρει στο άρμα μιας ανεξέλεγκτης, παγκόσμιας εξουσίας;

Τρίτον, χωρίς τη Μεγάλη Ιδέα, ως ζωοποιό κίνητρο, η πρωταρχική πληγή της άλωσης της Πόλης δεν υπήρχε περίπτωση να θεραπευτεί. Θα είμασταν ακόμη μέλη του ρωμαίικου μιλέτ, ή όποιου άλλου αλλότροπου, καθηλωμένου μορφώματος θα έφτιαχνε η ιστορία. Χωρίς τη Μεγάλη Ιδέα ούτε η επανάσταση του 1821 ούτε οι μετέπειτα επεκτάσεις του νεοελληνικού κρατιδίου θα είχαν γίνει. Αν τηρούσαμε δηλαδή την, αγγλικών κυρίως επιταγών, «άψογον στάσιν» μιας μερικευτικής, αφιλόδοξης, αντι-ουτοπικής διαγωγής. Ακόμη και αν την Ιδέα αυτή τη διακήρυξαν και την χειρίστηκαν συχνά άνθρωποι επιεικώς κατώτεροι των περιστάσεων, δημαγωγοί ή και κοινοί απατεώνες, αν κάποτε επίσης η Μ. Ιδέα κυκλοφορούσε ως Μεγάλη Λέπρα, όπως έλεγαν κάποιοι τον 19ο αιώνα. Μην μας φοβίζει όμως προκαταβολικά η εργαλειοποίησή της. Διότι κάθε ιδέα, αλλά και κάθε λόγος, υποχρεωτικά εργαλειοποιείται, με αμφίσημες πάντοτε συνέπειες.

Η ελληνική λ.χ. επανάσταση του 1821, και ομολογουμένως κάθε επανάσταση, εργαλειοποίησε αναπόφευκτα τα προτάγματά της. Ο λόγος της ήταν απόλυτος, αδιαπραγμάτευτος, κοφτερός, τόσο μάλιστα απότομος, που «με βιά μετρούσε τη γη», κατά τον Σολωμό. Το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» αυτό ακριβώς σημαίνει. Αλλά, θα εξομολογηθεί αργότερα ο Κολοκοτρώνης, αλλά, «αν χάναμε την επανάσταση, ο κόσμος θα μας έλεγε τρελούς που τους πήραμε όλους στο λαιμό μας».

«Αν χάναμε την επανάσταση»: Μα είχαμε ήδη ένα τραγικό προηγούμενο: είχαμε κιόλας αποτύχει σε δεκάδες προεπαναστατικές εξεγέρσεις και εκείνοι οι επίσης ηρωικοί, αδιαπραγμάτευτοι πρωτουργοί τους είχαν πάρει στο λαιμό τους χιλιάδες Έλληνες, και Οθωμανούς βέβαια... Αυτή λοιπόν την κολοκοτρωνέϊκη ομολογία πρέπει πάντα να την λαβαίνουμε σοβαρά υπόψη μας, όταν στοχαζόμαστε πριν, κατά και μετά από τα νικηφόρα ή από τα ολέθρια ιστορικά γεγονότα. Διότι δείχνει καθαρά το τεράστιο ρίσκο που κομίζει εγγενώς η ιστορία, τον μη-νομοτελειακό χαρακτήρα της. Η ιστορία δεν είναι μονόδρομος, όπως πολλοί θέλουν να μας πείσουν για να υπηρετήσουμε τυφλά τον σκοπό τους, και η σύνταξη με τη «σωστή μεριά της ιστορίας» είναι μάλλον μια πομφόλυγα, διαδιδόμενη εκ του ασφαλούς, εκ των υστέρων και πάντοτε από τους νικητές. Η κολοκοτρωνέϊκη ομολογία αποδεικνύει ακριβώς ότι η ιστορία είναι το βασίλειο της ελευθερίας, μέσα στο οποίο θρίαμβοι και παγίδες μοιράζονται ιδιοτελώς τις εκάστοτε ποσοστώσεις.

Τέταρτον, όσοι μέμφονται τη Μ. Ιδέα παραβλέπουν επίσης το γεγονός ότι η ιστορία ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ρεφορμιστική, αναθεωρητική. Σήμερα, με αφορμή την ρωσο-δυτική σύγκρουση στην Ουκρανία, καταγγέλλεται επίσης ο «αναθεωρητισμός». Αυτή η καταγγελία έγινε πλέον της μόδας. Όμως η θεότητα της ιστορίας, καθώς και εκείνη της ιστοριογραφίας, είναι ακριβώς η αναθεώρηση. Η αναθεώρηση είναι μια ιστορική σταθερά, παρά το γεγονός ότι τον πόνο και τον κόπο της υφίστανται περισσότερο οι αθώοι και οι ανυπεράσπιστοι αυτού του κόσμου, διότι αυτή είναι δυστυχώς η μοιραιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. Η ιστορία δεν είναι μόνο η ιστορία των κανονικοτήτων και των συνεχειών, αλλά κυρίως των ασυνεχειών, των ανωμαλιών, των αναθεωρήσεων της πραγματικότητας. Ο Χέγκελ θα τονίσει ότι

 

οι περίοδοι της ευτυχίας είναι οι λευκές σελίδες της ιστορίας, διότι η σύγκρουση είναι εκείνη που κινεί την ιστορία.

 

Χωρίς αναθεώρηση λοιπόν η ιστορία ακινητοποιείται, καθηλώνεται και μάλιστα γίνεται έρμαιο στα χέρια των μόνο ισχυρών, οι οποίοι, ας μην το λησμονούμε, αναθεωρούν οι ίδιοι ακατάπαυστα και ανενδοίαστα την ιστορική πορεία όλου του κόσμου, φανερά αλλά και μυστικά, αόρατα στους πολλούς και ύπουλα, και πάντοτε βεβαίως για λογαριασμό τους. Απαγορεύοντας επίσης στους μικρούς της ιστορίας να την αναθεωρούν κι εκείνοι…Η αναθεώρηση όμως οδηγεί την ιστορία σε μια νέα αναζύμωση των υλικών της, πλαστουργεί καινούργιες πραγματικότητες. Κάθε επανάσταση λ.χ. είναι αναθεωρητική και έγκειται στη μετέπειτα μελέτη της για να επιμεριστούν τα κέρδη και οι ζημίες.

Η απόβαση λοιπόν στη Σμύρνη γεννήθηκε μέσα σε μια αναπάντεχη ρωγμή του ιστορικού γίγνεσθαι, όταν η συναίνεση των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων βασίστηκε στα βενιζελικά κέρδη της όψιμης ελληνικής συμμετοχής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν εκείνα τα κέρδη βεβαίως, για χάρη των οποίων προκατεβλήθη δυστυχώς ο Εθνικός Διχασμός. Η απόβαση λοιπόν στη Σμύρνη επιχείρησε να αναθεωρήσει μια Τουρκοκρατία 500 τόσων χρόνων, όπως, νωρίτερα, η επανάσταση του 1821 επιχείρησε να αναθεωρήσει μια μικρότερη χρονικά Τουρκοκρατία και αργότερα οι Βαλκανικοί πόλεμοι μια μεγαλύτερη της προηγούμενης. Ήταν αναθεωρήσεις που πέτυχαν και δημιούργησαν μια νέα πραγματικότητα, σε αντίθεση μάλιστα με την αναθεώρηση που επιχείρησε ο λεγόμενος «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897…  

Ας σκεφτούμε όμως το εξής: Αν αυτή η αναθεωρητική απόβαση στη Σμύρνη το 1919 θεωρείται από κάποιους, τότε ή σήμερα, κατακριτέα, τότε, αν η ίδια η λέξη αναθεώρηση θεωρείται σήμερα βλάσφημη διότι καταστρέφει τις ιστορικές παγιώσεις, θα μπορούσαμε να διευρύνουμε το ιστορικό πλαίσιο και να ισχυριστούμε ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει λ.χ. η Αμερικανική, η Γαλλική ή και η Ρωσική Επανάσταση, ότι θα ήταν εξίσου παράνομη η αποτίναξη της αποικιοκρατίας, αν η μακρά προηγούμενη κατάσταση, το status quo, το Ancient Regime, λόγω των πολλών χρόνων που μεσολάβησαν, είχε αποκτήσει μια διεθνή, ιστορική νομιμότητα, όπως λέμε σήμερα. Αλλά, νομίζω, ότι, σήμερα ειδικά, γνωρίζουμε επιτέλους περισσότερο από ποτέ ποιος ορίζει και δεσμεύει το διαβόητο διεθνές δίκαιο, με τι προσχήματα δικαιώνει τις αποφάσεις του και με ποια ευλογοφάνεια συνεχίζει να αδικεί αυτοδικαιούμενος. Γι’ αυτό, ας μην αναρωτιόμαστε: «Μα πώς γίνεται να έχουμε πόλεμο στον 21ο αιώνα;». Λες και σταμάτησαν ή θα σταματήσουν ποτέ στην παγκόσμια περιφέρεια οι πραγματικοί, οι συμβολικοί και οι φαντασιακοί πόλεμοι. Ο σπόρος του πολέμου, εξάλλου, είναι μέσα μας και σε όλους μας, όχι έξω από μας και σε μερικούς μόνο…

Η ιστορία λοιπόν είναι κάθε στιγμή ανοιχτή, ορθάνοιχτη στην αναθεώρηση, είτε «πετυχαίνει» είτε «αποτυχαίνει». Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν βεβαίως μια γιγαντιαία πληγή, πληγή εθνική και πολιτική, συμφορά κοινωνική, οικονομική και θρησκευτική, έλκος ανθρωπιστικό και πολιτιστικό, που το συνοδεύουν έκτοτε οι, βαθιά ανθρώπινες, θεοδικίες. Ένα πελώριο γιατί πλανιέται από τότε… Και ο τόμος που σήμερα παρουσιάζουμε εδώ βρίθει από φρικώδεις αλλά και νοσταλγικές μικρο-ιστορίες, μικρο-αφηγήσεις αλλά και συνταρακτικά ερωτήματα, σε πεζό ή ποιητικό λόγο, πάνω στο μυστήριο εκείνου του σταματημένου στα 1922 χρόνου της Ιωνίας. Οι χαμένες πατρίδες, οι αλύτρωτες, ο μνησιπήμων πόνος τους, μένουν μέσα μας, πρέπει να ζυμωθούν μαζί μας και να μην πεθάνουν. Ας τις συντηρήσουμε λοιπόν σε μια κατάσταση όμως εύθραυστης εγρήγορσης, ευαίσθητης χαρμολύπης, περιμένοντας καρτερικά το απρόοπτο και το απρόσμενο. Μη ξεχνάμε ότι η ιστορία έχει το πρόσωπο του Ιανού και η πορεία της, θα μας πει και ο Μαρξ, εξαρτάται και από την τυχαιότητα. Αν αποκλείσουμε το τυχαίο από την ιστορία, τότε αυτή θα έχει έναν πολύ μυστικιστικό χαρακτήρα, θα ισχυριστεί. Και με αυτό, ο Γερμανός εκείνος στοχαστής άνοιξε ένα παράθυρο στο υπέρλογο, που ο ίδιος, κατά τα άλλα, πολεμούσε. Διότι η ιστορία βρίσκει, κάποτε, λύσεις στα προβλήματα, αλλά συχνά βρίσκει ή γεννά προβλήματα μέσα στις λύσεις. Διότι θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε με έναν αντι-πραγματολογικό τρόπο: Τι θα συνέβαινε αν δεν είχαμε Μικρασιατική Καταστροφή αλλά, αντίθετα, έναν Μικρασιατικό Θρίαμβο; Πώς θα μιλούσαμε άραγε σήμερα για αυτόν; Ως μια ακόμη μικρο-ιμπεριαλιστική, περιφερειακή αδικοπραγία ή ως μια ιστορική δικαίωση και νομοτέλεια;

Σε κάθε περίπτωση, η Μικρασιατική Καταστροφή, όσο βαθιά τραγική κι αν υπήρξε, δεν είναι για μοιρολόι, αν και το μοιρολόι είναι ένα βαθιά ανθρώπινο, συγγνωστό αμάρτημα. Ας στοχαστούμε όμως περισσότερο τη διαρκώς αναθεωρητική, παρά τη μεμονωμένα μοιρολατρική ή νοσταλγική φύση της ιστορίας.

Με σκοπό λοιπόν να στοχαστούμε αυτή την αναθεώρηση, επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να σας αναφέρω μια άγνωστη στους πολλούς, παράδοξη αφήγηση, ιστορικά όμως τεκμηριωμένη, μια αφήγηση παλαιότερη από το 1922:

Μελετώντας πριν χρόνια τα αρχεία του Foreign Office, που αναφέρονταν στην εποχή του Ρωσο-τουρκικού πολέμου 1828-1829, κάποια στιγμή συνάντησα μέσα σε αυτά έναν αναπάντεχο διπλωματικό αναβρασμό. Ενώ οι Ρώσοι δηλαδή προήλαυναν προς την Κωνσταντινούπολη και όλοι ήταν βέβαιοι ότι θα την κατακτούσαν, η πάγια βρετανική ρωσοφοβία του 19ου αιώνα κτύπησε κόκκινο. Αν την καταλάμβαναν, θεωρούσαν σίγουρο οι Βρετανοί ότι θα τους έκλεινε ο δρόμος προς τη ζωοδότρα Ινδία, την οποία άρμεγαν συστηματικά επί πολλές-πολλές δεκαετίες. Τι θα μπορούσε λοιπόν να σταματήσει τους Ρώσους; Ίσως, σκέφτηκαν οι Άγγλοι, να ανακοπτόταν η ρωσική προέλαση αν προλάβαιναν να αιφνιδιάσουν τους Ρώσους και με έναν διπλωματικό ελιγμό ήταν έτοιμοι να προτείνουν να μπει στη θέση της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης ένα μικρό κρατίδιο, ένα ουσιαστικά αγγλικό προτεκτοράτο. Ποιος όμως θα ήταν ο πλέον πρόσφορος υποψήφιος για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Μα φυσικά οι Έλληνες, που ακόμη δεν είχαν ολοκληρώσει τον πρώτο ακρωτηριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που είχαν, αρκετοί από αυτούς, ως θεμελιώδες όραμα τη Μ. Ιδέα μιας νέας Ελληνο-βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Έτσι, οι Βρετανοί διπλωμάτες κινητοποιήθηκαν γρήγορα να ανακαλύψουν κάποιον Έλληνα με επώνυμο που να είχε και έναν αρμόζοντα βυζαντινό απόηχο, ο οποίος θα δεχόταν να αναλάβει αυτήν τη μυστική ως τότε αποστολή, να βοηθήσει δηλαδή στην εγκατάσταση ενός ελληνικού κρατιδίου στην Κωνσταντινούπολη. Η πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, η απάλειψη του οθωμανικού διαλείμματος τόσων αιώνων, η ιστορική δικαίωση τόσων νεκρών, τόσων προφητειών και τόσων θρύλων, έμοιαζε να βαίνει λοιπόν περαιούμενη. Η απρόσμενη αναθεώρηση ήταν τόσον εγγύς… Αλλά οι Ρώσοι φοβήθηκαν να αναλάβουν το κόστος της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φόβος όντως πολύ λογικός, και έσπευσαν να κλείσουν το θέμα με τη σύναψη της συνθήκης της Ανδριανούπολης το 1829. Έμειναν οι Άγγλοι με τα σχέδια στο χέρι, περιχαρείς βέβαια που η ρωσική αρκούδα υπαναχώρησε και η ινδική, ιερή τους αγελάδα θα συνέχιζε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα να τροφοδοτεί πλούσια την κερδοσκοπία τους.

Ας στοχαστούμε λοιπόν την αναθεώρηση ως τη θεότητα και ως τη μαμμή της ιστορίας. Εξάλλου, κάθε αναθεώρηση μια άλλη, παλαιότερη αναθεώρηση μάχεται πάντα, σε έναν κόσμο όπου η μόνη κανονικότητα είναι ακριβώς ότι «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Ο καιρός λοιπόν της ειρήνης που ακόμη, ευτυχώς, διανύουμε είναι μάλλον καιρός περίσκεψης, περισυλλογής και νήψης, πνευματικής εμβάθυνσης και όχι τηλεοπτικής κατανάλωσης του γειτονικού μας τρόμου, δημοσιογραφικού πανικού ή, αντίθετα, απώθησης της ρεαλιστικής ή δυνητικής πραγματικότητας. Η ιστορία είναι πλουσιότατη σε δείγματα ασυμμετρίας των πραγμάτων, δυσανάλογων αιφνιδιασμών, ανορθόδοξων συσχετισμών και εκρηκτικών, αποστομωτικών εκπλήξεων. Εκεί που νικάς, άξαφνα ηττάσαι ή γίνεται η νίκη σου πύρρεια, κι εκεί που η απόγνωση σε κυριεύει ανοίγουν ξαφνικά τα παράθυρα ενός κόσμου άλλου... Μόνο ο στοχασμός και η εγρήγορση, η στοχαστική δηλαδή εγρήγορση, μπορεί να κάνει τα δείγματα αυτά της ασυμμετρίας παραδείγματα και ίσως υποδείγματα για μας αλλά και γι’ αυτούς που θα μας ακολουθήσουν, τους αγέννητους, αυτούς που, μαζί με τους νεκρούς, έχουν για έργο τους εντέλει να μας κρίνουν… Οι φιλοσοφο-μάνες αμμουδιές του Ομήρου μπορούν μέχρι τότε να περιμένουν, εφόσον εκείνος ο παγκόσμιος στοχαστής που προαναφέραμε συλλογίστηκε κάποτε πάνω τους τόσο βαθιά, ώστε να αποφανθεί και πάλι μυστηριωδώς: «Χρόνος παις εστι παίζων πεσσεύων. Παιδός η βασιλείη: Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς. Η βασιλεία λοιπόν, δηλαδή το νόημα που ηγεμονεύει σε αυτόν τον κόσμο, ανήκει σ’ αυτό το παιδί»!  

Αυτή όμως η πάγια ιστορική διακινδύνευση, που μοιάζει να χειρίζεται ο παιδοτρόπος χρόνος ο παιγνιώδης, θα αποτυπωθεί σε μια πραγματικά συνταρακτική φράση που ειπώθηκε σε μια επίσης τραγική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, μια φράση που τροποποιεί πλήρως το συμβατικό νόημα και της νίκης και της ήττας. Έτσι, όταν έγινε η Έξοδος του Μεσολογγίου και αναρωτιόντουσαν όλοι: «Πόσοι λοιπόν χάθηκαν», κάποιος απάντησε αδίστακτα, αλλά με βαθιά θυμοσοφία: «Κανείς δεν χάθηκε. Άλλοι περπατούν στη γη και άλλοι στον ουρανό»! Αυτή η ελπιδοφόρα, γενναία εξαγγελία υποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η ιστορία είναι το βασίλειο της ελευθερίας είτε πρόκειται για την εγκόσμια είτε για την υπερκόσμια εκδοχή της. Όσοι λοιπόν περπάτησαν έκτοτε, ως πρόσφυγες, στην ελλαδική γη και όσοι περπάτησαν πάνω από τον ουρανό της χαμένης, ως τώρα, ιωνικής γης είχαν, έχουν και θα έχουν εξίσου μερίδιο στη μνήμη, στην ιστορία και βεβαίως στην αιωνιότητα, αυτή που περικλείει προστατευτικά κι από παντού την ιστορία.

Έναν λόγο όμως δεν τον τελειώνεις ποτέ, μόνο τον εγκαταλείπεις. Γι’ αυτό, σας ευχαριστώ!

 

[Το κείμενο εκφωνήθηκε σε  εκδήλωση για τα «Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή», που έγινε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, την Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022] 


Το έργο που κοσμεί τη δημοσίευση είναι γκράφιτι για τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή στον χώρο του 3ου Γυμνασίου Νέας Σμύρνης [Φωτογραφία: Γιάννης Παναγόπουλος / Eurokinissi]