
του ΧΡΙΣΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Καθώς είχε βγάλει το άσπρο της πουκάμισο, σε ένα άδειο σοκάκι το είχε τοποθετήσει την πρώτη φορά, ήρθε αντίκρυ με το παλιό της παλτό. Είχε περίεργες ραφές, εξωτερικές έντονες, όπως και το χρώμα του, που ήταν κίτρινο καναρινί. Το φορούσε συνήθως σε εξαίρετες περιπτώσεις, δικαιολογημένες, ανατρεπτικές. Περιπτώσεις που μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι δε μπορούσε να αποφύγει. Είχε παλιότερα αποφύγει αρκετές ανακατωμένες φάσεις, ανακατωμένες ερωτικά κυρίως. Είχε πάντοτε, γενικότερα, μια ευθιξία όσον αφορά το άλλο φύλο. Δεν είχε περισσότερο γνωρίσει τον εαυτό της πριν μπλέξει σε περίεργες ερωτικές περιπτύξεις που την έκαναν να αναθεωρήσει κάπως τις σχέσεις και να συγχωρέσει κάπως και τον πατέρα της, που ήταν αυτό που λέμε άπιστος άντρας. Ένας άντρας χωρίς κανένα ηθικό φραγμό όσον αφορά τα ερωτικά του, που συνήθιζε να τους παρατά, εκείνη και τη μητέρα της, και να τρέχει ξοπίσω από κάθε μία νεαρά (συνήθως) που του γυάλιζε ή του κουνιόταν. Ήταν ένας μπερμπάντης π0υ οι δικαιολογίες του ώρες – ώρες έμοιαζαν αστείες. Ήταν αστείος όταν τον έβλεπες να χτυπιέται και να ορκίζεται πως τα προφυλακτικά στη τσέπη του γκρίζου του παλτού, του τα είχε βάλει κάποιος άλλος, χωρίς εκείνος να το ξέρει, και για κάποιο λόγο που κι εκείνος δε μπορεί να διανοηθεί: «ποιος αχρείος μπορεί να κάνει τέτοιο ξεδιάντροπο αστείο σε έναν καθώς πρέπει οικογενειάρχη;», αναρωτιόταν με ένα ύφος αθώου παιδιού, δραματοποιημένου, κι ότι μόλις εκείνη τη στιγμή τα ανακάλυπτε έκπληκτος, όπως κι εμείς ήμασταν άλλωστε, αλλά περισσότερο για τις γελοίες δικαιολογίες του, παρά για το δραματικό της υποθέσεως. Η μητέρα μου φούντωνε τόσο πολύ από τα νεύρα της, που συχνά πυκνά ξέσπαγε σε σερβίτσια, ποτήρια, ντουλάπες. Ό,τι έβρισκε μπροστά της το έσπαγε. Εκείνος, σε ακόμα πιο κωμικά σκέρτσα την έπιανε αγκαλιά και τις έλεγε τρυφερά λόγια, ενώ εμένα, θυμωμένη κι εγώ με μούτρα, με έκλεινε και με κλείδωνε στο δωμάτιό μου. Συνήθως σε εκείνο το σημείο έστηνα αυτί. Και πολλές φορές τους άκουγα να καταλήγουν σε αγκομαχητά πάθους. Κάπως έτσι την έριχνε στο φιλότιμο τη μητέρα μου και η ζωή συνεχιζόταν αδιάλειπτα στα ίδια μοτίβα και τερτίπια. Κάποια στιγμή όλα αυτά χάθηκαν, όταν ένα βράδυ βγήκε έξω λέγοντας ότι πάει στο καφενείο να παρακολουθήσει με φίλους του έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και δε γύρισε ποτέ πίσω. Πέρασαν χρόνια ώσπου μάθαμε και το θάνατό του με έναν εντελώς τυχαίο κι αναπάντεχο τρόπο. Δεν ξέρω αν έκλαψε κανείς μας. Εγώ σίγουρα όχι. Η μητέρα μου, όμως, μαράζωσε σταδιακά από τον καημό της και εγώ δεν τον είχα συγχωρέσει ποτέ. Μεγάλωσα, έγινα κοπέλα, θελκτική για πολλούς, και στα είκοσί μου περνώντας έξω από ένα μαγαζί στην Ερμού συντροφιά με τη στενάχωρη μητέρα μου την άκουσα να φωνάζει για ένα κίτρινο παλτό στη βιτρίνα. Το θαύμαζε τόσο, που μπήκε μέσα αυθόρμητα και επέμενε να μου το αγοράσει, ενώ τα οικονομικά της εκείνη την περίοδο δεν ήταν και τόσο καλά. Δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή γιατί αυτή η αγωνιώδης πρεμούρα της να μου αγοράσει το παλτό, αλλά, εν τέλει, το δέχτηκα με αγάπη. Αργότερα, πολύ αργότερα, μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήθελε να το βλέπει πάνω μου διότι της θύμιζα τον εαυτό της στα νιάτα της: «Με ένα τέτοιο παλτό με γνώρισε και ερωτευτήκαμε με τον πατέρα σου… Αχ, κοριτσάκι μου τί μου θυμίζεις! Τα πιο ωραία μου χρόνια!». Αρχικά θύμωσα τόσο πολύ που άκουγα πάλι για αυτόν τον αχρείο πατέρα μου, που πέταξα στον καναπέ το παλτό και δήλωσα με θράσος ότι ποτέ δε ξαναφορέσω αυτό το παλτό και να το βάλει εκεί που ξέρει. Μπορεί και να την έβρισα χυδαία. Δεν το θυμάμαι καλά, αλλά σίγουρα έβαλα τις φωνές, κι εκείνη μόνο με κοιτούσε σα χαμένη, σα να μην καταλαβαίνει το μέγεθος του θυμού μου και μέσα της διέκρινα, ξεκάθαρα πια, έναν πόνο βαθύ. Για πρώτη φορά διαισθάνθηκα, κατάλαβα, πόσο πολύ αγάπησε αυτή η γυναίκα αυτόν τον άντρα. Κάτι αδιανόητο για την ηλικία μου και τις έως τότε προσλαμβάνουσες μου. Δύο φορές πέταξα το παλτό με μίσος στο πάτωμα. Η μία ήταν αυτή που μόλις περιέγραψα και η άλλη, λίγα χρόνια μετά (αφού είχα παραβλέψει εντέχνως την υπόσχεσή μου πως δε θα ξαναφορέσω αυτό το παλτό), σε μία κρυφή έξοδο από τη μητέρα μου. Επιστρέφοντας σπίτι με περίμενε, κι ας είχε φτάσει τρεις τα ξημερώματα. Με περίμενε ξάγρυπνη με εκείνο το χαμένο βλέμμα που είχε αποκτήσει από τότε που χάσαμε οριστικά με το θάνατό του τον αχρείο πατέρα μου. Με είδε με το κίτρινο παλτό και χάρηκε. Χαμογέλασε και μου είπε τη φράση που με εξαγρίωσε και πάλι: «Κοριτσάκι μου γλυκό… Πόσο όμορφη είσαι απόψε!». Πέταξα για δεύτερη φορά στο πάτωμα εξαγριωμένη το παλτό και την έβρισα. Θυμάμαι τί της είπα: «Άι χάσου μωρή φαντασμένη!». Έφυγα στο δωμάτιο, αλλά παρατήρησα πριν χτυπήσω την πόρτα πίσω μου ότι είχε ήδη μαζέψει με στοργή το παλτό και το χαμόγελο παρέμενε εκστατικό στα χείλη της. Δεν είχε ακούσει καθόλου εμένα να βρίζω. Όταν βγήκα το πρωί από το δωμάτιο τη βρήκα να κοιμάται στον καναπέ με το κίτρινο παλτό αγκαλιά. Νομίζω ότι δάκρυσα όπως την είδα έτσι κουρασμένη και ξεχασμένη από όλους με τα συντρίμμια του παρελθόντος μέσα της. Λίγο καιρό αργότερα παρουσίασε και τα πρώτα σημάδια του αλτσχάιμερ. Έγινε τόσο δύσκολη η συμβίωση μαζί της και τόσο επικίνδυνη, που αναγκάστηκα να την πάω σε νοσηλευτικό ίδρυμα, ειδικό αυτών των καταστάσεων. Την επισκεπτόμουν καθημερινά. Λίγο καιρό αργότερα δε με θυμόταν. Μονολογούσε όμως διάφορα για τον πατέρα μου. Πάντα με γλυκύτητα. Κάποια μέρα σκέφτηκα να της ξυπνήσω περισσότερο έτσι το ένστικτο, να με θυμηθεί ίσως. Μου έλειπε πολύ και δεν είχα προφτάσει να της το πω, να της το δείξω, κι αυτό με έθλιβε και με θλίβει ακόμα και τώρα που τα γράφω αυτά. Φόρεσα το κίτρινο παλτό και την επισκέφθηκα. Εκείνο το πρωινό ήταν ευτυχισμένη. Με αγκάλιασε και δε με άφηνε από κοντά της και κάθε τόσο ψιθύριζε: «αγάπη μου γλυκιά, νόμιζες ότι θα σε ξεχνούσα; Νόμιζες ότι θα σε ξεχνούσα;». Κλάψαμε πολύ εκείνο το πρωινό και όσο χαρούμενη ήταν εκείνη, άλλο τόσο ήμουν κι εγώ. Μερικές μέρες αργότερα κοιμήθηκε εν Κυρίω. Δεν την πρόλαβα. Με ειδοποίησαν άξαφνα ότι κάτι δεν πάει καλά και τη βρήκα ξαπλωμένη με κλειστά μάτια και ζαρωμένο πρόσωπο. Ξέπνοη, νεκρή. Πόσο μου λείπει δεν περιγράφεται. Μου λείπουν και οι δύο. Και ο αχρείος πατέρας μου. Και τα τσακώματά τους και όλα τους. Μου λείπει και ο εαυτός μου, ο εαυτός του τότε. Ανέμελη και οργισμένη εφηβεία, αλλά με τόσες ελπίδες για το μέλλον. Χάθηκαν μαζί με τους δικούς μου. Χάθηκα κι εγώ μαζί τους.
* Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «33».
Add comment
Comments