Πανδημία φόνων και αμήχανη απόγνωση της γλώσσας

Published on 28 February 2024 at 21:25

της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ

 

Ὁ ποιητής - ἀγρότης Wendell Berry ἔγραψε κάποτε:

 

Ὅταν ἡ ἀπόγνωση γιά τόν κόσμο αὐξάνει μέσα μου

Κι ὁ παραμικρός ἦχος μέ ξυπνᾶ μέσα στή νύχτα

Σκιαγμένον γιά τό πῶς θά'ναι ἡ ζωή μου κι αὐτή τῶν παιδιῶν μου

Πάω καί ξαπλώνω ἐκεῖ πού ἡ ἀγριόπαπια τοῦ δάσους

ἀναπαύεται ὄμορφη πάνω στό νερό, κι ὁ μεγάλος ἐρωδιός ψάχνει τήν τροφή του.

Ἔρχομαι στήν εἰρήνη τῶν ἄγριων πραγμάτων

Πού δέν φορολογοῦν τίς ζωές τους μέ προβλέψεις

λύπης. Ἕρχομαι στήν παρουσία τοῦ ἀκίνητου νεροῦ.

Καί νιώθω πάνω ἀπό μένα τά ἀόρατα ἄστρα τῆς μέρας

καθώς μέ τό φῶς τους ἀναμένουν. Γιά κάμποσο 

Ἀναπαύομαι στήν χάρη τοῦ κόσμου καί εἶμαι ἐλεύθερος. 

 

Ποῦ βρίσκονται τά ἄγρια πράγματα πού ἀναπαύουν μέ τήν ἀπελευθερωτική τους χάρη;

Οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰώνα τούτου καί πάλι ἔκαναν τά πάντα γιά  νά μή νιώθουν οἱ ἄνθρωποι εὐπρόσδεκτοι στόν τόπο τους. 

Ὁ ἴδιος ὁ πλανήτης πάσχει, λές οὔτε αὐτός εἶναι πιά εὐπρόσδεκτος στόν γαλαξία του. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων τῆς ἀπληστίας σας, ἄρχοντες τοῦ αἰώνα, στήν ὁποία συμπαρασύρετε τούς λαούς καί, ἀδιάφοροι, τούς ἐξοντώνετε.

Στήν ἐπιστολή του πρός τούς Φιλαδελφεῖς ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἔγραφε: «Μή πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου, οἱ οἰκοφθόροι βασιλείαν θεοῦ οὔ κληρονομήσουσιν». Καί ἀλλοῦ προειδοποιοῦσε: «Τέκνα οὖν φωτός ἀληθείας, φεύγετε τόν μερισμόν καί τάς κακοδιδασκαλίας· [...] πολλοί γάρ λύκοι ἀξιόπιστοι ἡδονῇ κακῇ αἰχμαλωτίζουσιν τοὺς θεοδρόμους· ἀλλ ̓ ἐν τῇ  ἑνότητι ὑμῶν οὐχ ἕξουσιν τόπον».

Ποιοί νιώθουν σήμερα «τέκνα φωτός ἀληθείας»; Καί οἱ Θεοδρόμοι τί ἀπέγιναν; Βρῆκαν συνεχιστές οἱ ἐραστές τῆς περιπόθητης ἑνότητας; 

Σέ διπλωματική ἐργασία τοῦ 2019 μέ τίτλο Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Φώτη Κόντογλου,[1]  διαβάζουμε:  

 

Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1962, τὴ χρονιὰ ἔκδοσης τοῦ βιβλίου Σημεῖον μέγα. Ἤγουν τὰ θαύματα τῆς Θερμῆς, ὁ Κόντογλου δημοσίευσε τὸ ἀγωνιῶδες ἄρθρο «Ὠδίνες Ἅδου. Ἁμαρτία θανατηφόρος». Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὁ πλανήτης εἶχε φτάσει στὰ πρόθυρα ἑνὸς καταστροφικοῦ τρίτου παγκοσμίου πολέμου καὶ ὁ Κόντογλου βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπικρίνει τὴ διαβολικὴ ὑπεροπλία τῶν μεγάλων δυνάμεων: «Δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐφ’ ἡμᾶς. Ὁ διάβολος, ποὺ μᾶς παραπλανοῦσε νὰ κάνουμε τὰ καταχθόνια θελήματά του, φτιάνοντας κάθε λογῆς σύνεργα γιὰ νὰ βγάλουμε τὰ μάτια ὁ ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ, μπόμπες, ἀεροπλάνα, ὑποβρύχια, πυραύλους κι ἕνα σωρὸ ἄλλα σατανικὰ πράγματα, λέγοντάς μας πονηρὰ πὼς ἡ ἐπιστήμη μας δὲν λογαριάζει καμμιὰ δύναμη καὶ πὼς θὰ γίνουμε Θεοί, ἀφοῦ λοιπὸν σιγὰ – σιγὰ μᾶς κατάφερε νὰ γίνουμε διαβόλοι σὰν κι αὐτόν, τώρα ποὺ μᾶς ἔφερε ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε καὶ πέσαμε στὴν παγίδα καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε μήτε μπρὸς μήτε πίσω, κάθεται καὶ μᾶς κυττάζει φχαριστημένος, χαμογελώντας πονηρὰ γιατὶ μᾶς βλέπει νὰ τρέμουμε σὰν τὰ φύλλα τοῦ δέντρου ποὺ τὸ δέρνει ἡ ἀνεμοζάλη. [...] Ὅλοι τρέμουμε. Ὁ Ἅδης ἔχει ἀνοιχτὸ τὸ στόμα του, ἕτοιμος νὰ μᾶς καταπιεῖ» Ἂν καὶ τὸ θεωρεῖ βέβαιο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ ἐργάζεται γιὰ τὸν ἀφανισμό του, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀναρωτιέται: «Ἄραγε θὰ παρέλθει τούτη ἡ Οὐαί, ποὺ στέκεται σὰν μαῦρο σύννεφο ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴν Κούβα; Ἄραγε θὰ προφτάξει νὰ τυπωθεῖ τοῦτο ποὺ γράφω;».

 

Πέρασαν ἑξήντα χρόνια ἀπό τότε πού δημοσίευσε τό ἄρθρο. Φεβρουάριος τοῦ 2024 καί ὅλοι τρέμουμε ξανά. Πόλεμοι μαίνονται στήν Οὐκρανία, στήν Παλαιστίνη, ἀλλοῦ. Ἡ νόσος τοῦ Κόβιντ ἔχει καλά ἐγκατασταθεῖ μέ μιά δική της ρυθμικότητα: ὑποχωρεῖ ἤ ἔτσι φαίνεται καί μετά ἕνα νέο κύμα. Κάθε τόσο προστίθενται καί ἄλλες παραλλαγές, ἄλλες ἰογενεῖς λοιμώξεις…

Κυριαρχεῖ μιά διάχυτη αἴσθηση πώς τά πάντα ἔχουν ἀνατραπεῖ· ἀλλά ποιός ξέρει πόσες φορές στήν Ἱστορία ἔνιωσαν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι.

Τί ἔγινε στίς προηγούμενες δεκαετίες; Μόνον κατεργασία τοῦ ἀφανισμοῦ μας; Ποιός γνωρίζει τά κρυφά τῶν ἀνθρώπων καί ποιός ἔχει τέτοια ἐποπτεία γιά νά διακηρύξει τό τέλος, τήν ἀρχή ἤ τήν συνέχεια τοῦ κόσμου; Τό μυαλό εἶναι πού παιδεύεται στήν κατάσταση τῆς ἀβεβαιότητας καί ψάχνει ἀπεγνωσμένα ν' ἀγκιστρωθεῖ ἀπό σημαδοῦρες πού φαίνονται σταθερές στήν τρικυμία. Ἀργά ἤ γρήγορα ἀποδεικνύονται ἀνασφαλέστατες, κι ὁ νοῦς ἀρχίζει πάλι νά παιδεύεται γιά νά τίς στηρίξει, μέ θυμό καί πάθος, ὁ ἴδιος. Κινδυνεύει νά καταποντιστεῖ. Γιά τό μυαλό μας δέν εἴμαστε εἶδος πού μεταναστεύει, ἀλλά μᾶλλον εἶδος πού ἐξαναγκάζεται σέ μετανάστευση. Ἔτσι εἶναι πράγματι; Δειλία θανάτου ἐπέπεσε ἐφ' ἡμᾶς καί ἡ γλώσσα βρίσκεται σέ μεγάλη ἀμηχανία κι ἀνημπόρια. 

Ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνάγκη νά ἐκφρασθεῖ κανείς εἶναι τεράστια καί ἀναπόφευκτη. Μποροῦμε πάνω σ' αὐτό νά θυμηθοῦμε τήν διήγηση γιά τραγική ἐρώτηση στήν Ἀχμάτοβα, ἀπό μιά Ρωσσίδα πού περίμενε στήν οὐρά μαζί της γιά νά παραδώσει κι αὐτή κάποιο δέμα γιά κρατούμενο δικό της, ὧρες μέσα στό ψύχος καί ἀναγνώρισε τήν σπουδαία ποιήτρια: Μπορεῖς νά μιλήσεις γι'  α ὐ τ ό ; Μπορεῖς νά τό περιγράψεις;

Τουτέστιν: μπορεῖς νά μεταφέρεις σέ λόγο ὅ,τι πνίγεται στό λαιμό μας; Ἡ Ἀχμάτοβα κατάλαβε καί τῆς ἔγνεψε: Ναί. Μιά ὑποψία ἀχνοῦ χαμόγελου ἀνακούφισης διαγράφηκε τότε στά μπλαβιασμένα χείλη τῆς γυναίκας.

Ὡστόσο, στίς μέρες μας καί στόν τόπο μας τά πράγματα ἀποδεικνύονται πιό σύνθετα καί πιό τραγικά, ὅσο κι ἄν μιά τέτοια διαπίστωση φαίνεται ἀπίστευτη, γιατί ἡ σύγκριση ἀνάμεσα στό τώρα μας καί στόν σταλινικό κόσμο ἐπίσης φαίνεται ἀσύμμετρη. Και τοῦτο σχετίζεται μέ τήν φύση συγκεκριμένων ἐγκλημάτων πού δέν μᾶς συνταράζουν ἁπλῶς· νιώθουμε πώς μᾶς ξεθεμελιώνουν. Πρίν χρόνια ἕνας ἐγκληματολόγος εἶχε προβλέψει πώς τά ἐγκλήματα θά εἶναι ὅλο καί πιό ἄγρια, ἐντός τῆς οἰκογένειας κυρίως. Φαίνεται νά δικαιώνεται.

Σέ ἕνα ἄρθρο του ὁ ποιητής- ψυχαναλυτής Θανάσης Χατζόπουλος ἔγραψε:

 

Η γλώσσα προσπαθεί να μιλήσει τη φρίκη, αλλά και να μας προφυλάξει από αυτήν. Αλλοτε πάλι το άκουσμα των λέξεων προκαλεί και αυτό φρίκη. Μερικές λέξεις είναι δύσκολο να προφερθούν, καθώς τα αισθήματα που ανακαλούν όσο κι αν μας επιτρέπουν να κρατάμε μια απόσταση από παρόμοιες πράξεις άλλο τόσο μας φέρνουν εγγύτερα σε αυτές. Και η ανακίνηση του μίσους προκαλεί αποτροπιασμό όταν δεν επιμολύνει και δεν συμπαρασύρει στις δικές του οδούς. Καμία οδός δεν είναι ασφαλής.

Ειδικά όταν πρόκειται για πράξεις όπου ο φονιάς έχει τα χαρακτηριστικά του γονιού που έδωσε ζωή και αίφνης την πήρε. Και αν το άγος για έναν πατέρα που σκοτώνει το παιδί του είναι το μέγιστο, αυτό παίρνει μορφή εξαμβλωματική όταν ο φονιάς είναι η μητέρα. Οσο αφόρητο μπορεί να είναι για τον άνθρωπο το ενδεχόμενο του μίσους της μητέρας για το παιδί της, άλλο τόσο αδιανόητο μπορεί να είναι το γεγονός ή το βάθος αυτού του μίσους. Κι αυτό το αδιανόητο, που πράξεις σαν αυτές μας επιβάλλουν να το σκεφτούμε, οδηγεί σε σεισμικές συγκρούσεις. Τόσο το θεμέλιο του ιδεώδους που αφορά τη μητέρα συστήνει το έδαφος επάνω στο οποίο στεκόμαστε. Γιατί τότε συμβαίνει μια βίαιη διάρρηξη αυτού του ιδεώδους που αντιπροσωπεύει η σχέση με τη μητέρα και η μητέρα η ίδια ως φυσικό, ψυχικό και ανθρωπολογικό θεμέλιο.

Αυτή η διάρρηξη οδηγεί σε αναταράξεις που καλούν τον καθένα να τοποθετηθεί ξανά απέναντι στο ενδιάθετο δικό του μίσος, είτε θέλει να το επιβάλει σε εκείνη που διέρρηξε το ιδεώδες είτε να απομακρυνθεί όσο γίνεται ταχύτερα από αυτήν και από τη σημασία που μπορεί να λάβει για τα ανθρώπινα. Αφού όταν αυτός ο πρωταρχικός άλλος είναι φονικός, η μορφή του πιστοποιεί ότι το ανθρώπινο περιέχει και το τέρας και την πιο ριζική καταστροφή και αυτοκαταστροφή του. Αυτήν που οι λέξεις μπορεί να μη χωράνε πια. Γιατί κι αυτές δεν αντέχουν και σπάνε.

 

Παραθέτω δύο ἀπό τά ποιήματα τῆς Μαίρης Ὄλιβερ γιά τήν δική της κακοποίηση καί τήν δική της ὑπέρβαση μέ τόν ἄθλο τῆς συγχώρεσης:

 

Ὀργή

Eἶσαι τό σκοτεινό τραγούδι
τοῦ πρωϊνοῦ·
σοβαρός καί σιγανός
ξυρίζεσαι, ντύνεσαι,
κατεβαίνεις τίς σκάλες
στά κοινωνικά σου ροῦχα
βάζεις μπρός καί φεύγεις, μεταβάλλεσαι
στόν σοφό καί ἰσχυρό
πού καθορίζει ὅλες τίς δυνατότητες
τῶν ἡμερῶν στόν κόσμο.
Ἀλλά ἤσουν ἐπίσης τό κόκκινο τραγούδι
μέσα στή νύχτα,
σκoυντουφλώντας σ’ ὅλο τό σπίτι
μέχρι τό κρεβάτι τοῦ παιδιοῦ,
ὥς τό ὑγρό ρόδο τοῦ σώματός της,
ἀφήνοντας τήν πικρή σου γεύση.
Καί παντοτινά κεῖνες οἱ νύχτες γρυλίζουν
κουβαριασμένες στίς εὐπαθεῖς μηχανές τῶν ἡμερῶν.
Ὅταν ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ χαμογελᾶ
στά ζυγωματικά τοῦ προσώπου της βλέπεις
μιάν ἀλήθεια πού ποτέ δέ θά ὁμολογήσεις·
καί βλέπεις πῶς τό παιδί μεγαλώνει –
δειλά, κουλουριασμένο στίς γωνιές.
Κάποτε στό πλατύ φάσμα τῆς νύχτας
ἀκοῦς τό πιό πένθιμο σκούξιμο,
μιά στιγμή βιασμοῦ φρικτή.
Αὐτή στά ὄνειρά σου εἶναι ἕνα δέντρο
πού ποτέ δέν θά βγάλει φυλλωσιά –
αὐτή στά ὄνειρά σου εἶναι ἕνα ρολόι
πού τό πέταξες στίς σκοτεινές πέτρες
ἴσαμε κεῖ πού κανείς δέ θά μποροῦσε νά συλλέξει τά συντρίμμια-
στά ὄνειρά σου ἔχεις σπιλώσει καί ἐγκληματίσει,
καί τά ὄνειρα δέν ψεύδονται.
                                                                                                            1986

 

Ἐπισκέπτης

Ὁ πατέρας μου, γιά παράδειγμα,
Κάποτε νέος
μέ γαλάζια μάτια,
ἐπιστρέφει
τήν πιό σκοτεινή ἀπ’ ὅλες τίς νύχτες
στήν εἴσοδο καί χτυπᾶ
ἄγρια τήν πόρτα,
κι ἄν ἀπαντήσω
πρέπει νά εἶμαι προετοιμασμένη
γιά τό κέρινό του πρόσωπο,
τό κάτω χεῖλος του
πρησμένο ἀπό σκληρή πίκρα.
Γι’ αὐτό, γιά πολλά χρόνια,
δέν ἀπαντοῦσα
ἀλλά κοιμόμουν μέ διακοπές
ἀνάμεσα στίς ὧρες τοῦ βιασμοῦ.
Τελικά ὅμως ἦρθε μιά νύχτα
πού σηκώθηκα ἀπό τά σεντόνια μου
καί σκοντάφτοντας κατέβηκα στόν διάδρομο.
Ἡ πόρτα ἄνοιξε διάπλατα
Καί ἤξερα πώς εἶχα σωθεῖ
Καί μποροῦσα νά τόν ἀντέξω,
ἀξιοθρήνητο καί ρουφηγμένα κούφιο,
ἀκόμα καί μέ τό πιό μικρό του ὄνειρο
παγωμένο μέσα του,
καί δίχως κακία πιά.
Καί τόν χαιρέτησα καί τοῦ εἶπα
νά μπεῖ στό σπίτι,
καί ἄναψα τήν λάμπα,
καί κοίταξα μέσα στά ἀδειασμένα μάτια του
ὅπου ἐπιτέλους
εἶδα κεῖνο πού πρέπει ν’ ἀγαπάει ἕνα παιδί,
εἶδα τί θά μποροῦσε νά ἔχει κάνει ἡ ἀγάπη
ἄν ὑπῆρχε ἀγάπη στήν ὥρα της.

                                                                 1986            [2]

 

 

Τό ἄρθρο τοῦ Θανάση Χατζόπουλου, πού παρέθεσα παραπάνω, μοῦ ἔφερε στήν μνήμη πολύ παλαιότερα κείμενα τοῦ π. Σεργκέϊ Μπουλγκάκοφ [3] ὅπου μελετώντας τό ἔργο τοῦ Ντοστογιέβσκι, γιά μέν τούς Δαίμονες θέτει τό θέμα τῆς μάσκας καί τοῦ προσωπείου, τονίζοντας: δέν καλύπτουν κανένα πρόσωπο, γιατί τό πρόσωπο καταφαγωμένο ἀπό  τήν φλόγα τοῦ κακοῦ πού τό σφετερίζεται, ἔχει ἀδειάσει. Γιά τόν Ἰβάν Καραμάζωφ πάλι, γράφει πώς «πάσχει ἀπό τήν ἐκπληκτική ἀσθένεια τῆς συνείδησης, πού καθορίζει τόν συνολικό χαρακτήρα τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς φιλοσοφικῆς μας ἐξέλιξης (…) εἶναι παγκόσμια μορφή». Ἀναφέρεται ἰδιαιτέρως στίς τρομερές σελίδες γιά τά παιδιά ὅπου ὁ Ἰβάν δίνει μιά μεγάλη αἱματοβαμμένη πινακοθήκη:            

                                         

Εἶναι παντελῶς ἀκατανόητο, γιά ποιό λόγο νά ὑποφέρουν αὐτά καί γιά ποιό λόγο μέ τά δεινά τους νά ἐξογοραστεῖ ἡ ἁμαρτία; Γιά ποιό λόγο αὐτά νά γίνουν τό ὑλικό καί νά χρησιμοποιηθοῦν γιά μιά μελλοντική ἁρμονία; Δέν ἀξίζει οὔτε ἕνα δάκρυ αὐτοῦ τοῦ βασανισμένου μωροῦ, τό ὁποῖο χτυποῦσε μέ τή γροθιά του τό στῆθος καί προσευχόταν στό πανάθλιο σκυλόσπιτο φωνάζοντας μέ τά ἀνεξαγόραστα μικρά του δάκρυα «Θεούλη μου!». […]

Τό φλεγόμενο πνεῦμα τοῦ Κάϊν, τοῦ Μπάϋρον, τό πνεῦμα τῆς παγκόσμιας θλίψης ἀναστήθηκε στόν Ἰβάν Καραμάζωφ.

 

 Ἄν πιά οἱ λέξεις μας σπᾶνε κάτω ἀπό τό βάρος ἑνός ὑποχθόνια ἐξαπλωμένου δαιμονισμοῦ {μήπως καί ὁ συλλογικός ναρκισσισμός, ριζωμένος στόν μηδενισμό δέν εἶναι; - ἤ καί ἀντίστροφα…} ὁ ὁποῖος δαιμονισμός ἐκρύγνηται κάθε τόσο ἐκτοξεύοντας λάβες μίσους ἀπό κρατῆρες ποικίλων ἡφαιστείων τῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς ψυχῆς, τότε πράγματι ἡ γλώσσα βρίσκεται σέ δεινό ἀδιέξοδο· κι ἄν σφαδάζουμε εἶναι γιατί δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε ὅπως ἡ Ἀχμάτοβα: «Μπορῶ νά τό περιγράψω. Ναί»!

Ὅσες ἀναλύσεις κι ἄν παρακολουθήσουμε, ὅσες λιγότερο ἤ περισσότερο ἀκριβεῖς πληροφορίες κι ἄν λάβουμε ἀπό τό μέτωπο τῶν φόνων, παραμένουμε ἐξαπορούμενοι καί ἀλγοῦντες· ὅ,τι κι ἄν ὑποστηρίζουμε ὑπέρ τούτης ἤ τῆς ἄλλης πρόβλεψης, ἡ καρδιά μας τρέμει. Λοιπόν τί; Ὅπου καί νά στραφοῦμε ἐπιπίπτει στόν νοῦ, τήν καρδία μας, δειλία θανάτου καί γλωσσική ἀπόγνωση; Καί μάλιστα στό διηνεκές;

Ὅταν πάντως ὁ Χ. Μαλεβίτσης μετέφρασε τό The courage to be, στόν Προοιμιακό Λόγο, πού ἔγραψε στήν Εἰσαγωγή του, ἔδωσε τόν ὑπότιτλο Ἡ προδοσία τῶν ποιμένων, καί τό παράθεμα ἀπό τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ:

 

Καί διεσπάρη μου τά πρόβατα ἐν παντί ὄρει…καί ἐβόσκησαν οἱ ποιμένες ἑαυτούς, τά δε πρόβατα μου οὐκ ἐβόσκησαν»:

Ἔρχεται ἡ ἀπευκταία ὥρα, ὅπου τό ποίμνιο παραλογίζεται καί ρίχνεται στούς γκρεμούς, σκορπάει στά δάση καί στίς ρεματιές· τό κυνηγοῦν οἱ λύκοι νά τό ἀποδεκατίσουν. Τότε οἱ ποιμένες θά συνταραχθοῦν καί θά σπεύσουν νά τό βοηθήσουν, νά τό περισώσουν, νά τό ξανασυστήσουν, νά ἀπομακρύνουν τήν ἀπειλή. Ὥς τήν τελευταία στιγμή θά ἀγωνίζονται.

Ἡ ἀπευκταία ὥρα ἔφτασε καί τό χριστιανικό ποίμνιο διασκορπίζεται. Οἱ ποιμένες ὡστόσο ἀδρανοῦν. Οἱ λύκοι οὐρλιάζουν- καί οἱ ποιμένες εὐωχοῦνται ἀσφαλισμένοι στίς στάνες τους. Πρόκειται γιά τήν ἱστορική προδοσία τῶν ποιμένων.

 

Ποιμένες καί μή ποιμένες, ποιμενόμενοι καί μή ποιμενόμενοι, μήπως ἁπλῶς εὐωχοῦμε ἑαυτούς;

Τό γνωρίζω: αὐτό τό κείμενο σκοντάφτει κάθε τόσο ἀπό ἀμηχανία. Ἀπό ὅλα τά στραβοπατήματα καί τίς πτώσεις του ὅμως, ξεπροβάλλει τό ἀναπάντητο ἐρώτημα μέ τήν ἴδια ἀνήμπορη ἰσχύ ὅπως πάντα: Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν θά πάψει ποτέ νά ἐργάζεται γιά τόν ἀφανισμό του;

Ὁ ἀνθρωπολόγος, ποιητής, καθηγητής στήν ἕδρα τοῦ Δαρβίνου, δοκιμιογράφος, Loren Eiseley (1907-1977) αὐτός ὁ εὐαίσθητος ἄνθρωπος μέ τίς μυστικές ἐλλάμψεις τόσο στά δοκίμια ὅσο καί στήν ποίησή του, ὁ ἀγωνιῶν γιά το μέλλον τοῦ πλανήτη, ὅπως καί ὁ ἀγρότης ποιητής Wendell Berry γιά τήν καταστροφή τῆς γῆς, θεωροῦσε ἱερό καταφύγιο γιά τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς, τόν πράσινο κόσμο τῶν ἡλιοτροπίων.

Ἔγραψε: «Ἄν θυμᾶμαι τό δάσος τῶν ἡλιοτροπίων εἶναι γιατί ἀπό τούς κρυμμένους θησαυρούς του ἀνέτειλε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ πράσινος κόσμος εἶναι τό ἱερό του κέντρο. Σέ ἐχέφρονες στιγμές ψυχικῆς ὑγείας πρέπει  ἀκόμη νά ἀναζητεῖ καταφύγιο ἐκεῖ».

Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος στήν Οὐκρανία, οἱ ὀθόνες μας εἶχαν γεμίσει ἀπό τά ἡλιοτρόπια, πού εἶναι τό σύμβολο τῆς χώρας. Ἀλλά, δίχως νά περιμένω ἀπάντηση ἀπό τόν νεκρό ἐδῶ καί χρόνια ἐρευνητή ἐπιμένω, στήν ψυχή μου, νά τόν ρωτάω:

Θά μποροῦσε σ΄αὐτήν τήν ἀνάμνηση νά αἰσθανθεῖ ἀσφάλεια ὁ δεινά χειμαζόμενος κόσμος τῶν ἀπανταχοῦ ἀμάχων; Ἤ ἀκόμη θά μποροῦσαν νά καταφύγουν σ'αὐτό τό ἱερό κέντρο τόσο οἱ νεαροί  ἀδικοσφαγιασμένοι Ρῶσοι, ὅσο καί οἱ ἔνθεν καί ἔνθεν στήν κατερειπωμένη λωρίδα τῆς Γάζας; Θά ἐπανεύρουμε  ὅ λ α  τά, βιαίως καί παντιοτρόπως ἀδικοσκοτωμένα- στό σῶμα καί τήν ψυχή, παιδιά ἐκεῖ;     

Δέν μπορῶ νά τό πιστέψω!

Ἄν καί ὁμολογῶ τή μεγάλη μου ἕλξη πρός τόν κόσμο τῶν Δρυΐδων στούς Κέλτες, τόν ἰδιαίτερο θαυμασμό μου πρός τά ἔργα τῶν Joseph Cambell, Robert Graves, James Frazer· κι ἄν ἐπίσης τά δέντρα καί στή δική μου ζωή ὑπῆρξαν σωτήρια, δέν δέχομαι πώς τό τρισαγαπημένο Δάσος τῶν Ἡλιοτροπίων τοῦ Eiseley μπορεῖ νά ταυτιστεῖ (πόσο μᾶλλον νά ἐξαντλήσει σέ νόημα καί προοπτική) μέ τό Λυτρωτικό Δέντρο τῆς Ζωῆς: Φῶς Σοφίας καί Δύναμης, τό πρό τῶν αἰώνων καί στήν αἰωνιότητα.

Ξεκίνησα μέ ἕνα ποίημα τοῦ Wendell Berry, θά κλείσω, πρός τό παρόν τουλάχιστον, αὐτές τίς διάσπαρτες σκέψεις πού ἀναζητοῦν μέ ἀμηχανία τήν συναρμογή τους σέ ἕνα  ν ο ῆ μ ο ν  ὅ λ ο ν , μ’ ἕνα ἄλλο ποίημά του, εὐνοημένο κι αὐτό ἀπό τό γεγονός πώς σ’ὅλη τή ζωή του παρέμεινε στενά δεμένος μέ τήν καλλιέργεια τῆς γῆς.

 

Στό Ἀνείδωτο  Ζῶο

Ἡ κόρη μου: «Ἐλπίζω νά ὑπάρχει κάπου

ἕνα ζῶο πού κανείς ποτέ δέν ἔχει δεῖ.

Καί ἐλπίζω πώς κανείς ποτέ δέν θά τό δεῖ»

 

Ὕπαρξη πού ἡ σάρκα της διαλύεται

στό βλέμμα μας, γνώστη

τῶν μυστικῶν μέτρων καί σταθμῶν, 

εἶσαι πάντα ἐδῶ,

ἐνοικώντας στά πανάρχαια πλατάνια,

παραμένοντας στίς ἔμπιστες πηγές

σάν εἶναι σκοτεινές, καί οἱ ἀλεποῦδες

ἔχουν χωθεῖ στά χείλη τους. 

Ἔχω συναντήσει λιμνοῦλες

σέ ρυάκια, τόπους κατάφυτους

κάτω ἀπό τή σκιά τῶν δασῶν,

ὅπου γνώριζα πώς εἶχες ἀναπαυθεῖ,

παρατηρώντας τά μικρούλια ψάρια

νά αἰωροῦνται ἀκίνητα στό ρεῦμα·

καθώς πλησίασα ἔμοιαζαν                                                                                                  

 

θραύσματα τοῦ ὁλοκάθαρου νοῦ σου

ὥσπου χάνονταν ἀνάμεσα στίς πέτρες.

Βαθιά στα δάση ἔχω ξυπνήσει

νωρίς τό πρωϊνό, βέβαιος 

πώς ὅσο κοιμόμουν

ἡ ματιά σου πέρασε ἀπό πάνω μου.

Τό πώς δέν σέ γνωρίζουμε 

εἶναι ἡ τελειότητά σου

καί ἡ ἐλπίδα μας. Τό σκοτάδι

μᾶς φυλάει κοντά σου.

Ἀπό τό Art and Nature, an Illustrated Anthology of Nature Poetry

Τhe Metropolitan Museum of Art, 1992

                                          

Μέ διαφορετική προσέγγιση, ἀπό παρόμοια ἔγνοια ὅμως, ἡ ζωγράφος τῆς μεγάλης σύνθεσης Ὁ Χορός τῆς Ζωῆς, ἀπ’ ὅπου καί τά παρόντα ἔργα, ἔγραψε σέ ἕνα μικρό σχόλιό της: ἀναζητώντας ἔξοδο διαφυγῆς ἀπό τήν πόλη πού ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος πρός τόν ἀνοιχτό κόσμο.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  Εὐάγγελος Ι. Τζάνος, Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ ἔργο τοῦ Φώτη Κόντογλου

https://apothesis.eap.gr › bitstream › repo

[2] https://neoplanodion.gr/2021/11/07/to-paradeigma-tis-mary-oliver-kai-i-aimomiktiki-kakopoiisi-mikron-paidion-stin-poiisi/

και: https://natashazacharopoulou.blogspot.com/2021/12/blog-post_11.html

[3] π. Σεργκέι Μπουλγκάκοφ, Ὁ Κάρλ Μάρξ καί ὁ Ἰβάν Καραμάζωφ, (μτφρ. ἀπό τά ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης),

ἐκδ. s@mizdat, Αθήνα 2015.


Τά ζωγραφικά ἔργα εἶναι τῆς Μildred Elsi Eldridge (1909–1991) ἀπό τήν μεγάλη σύνθεσή της The Dance of Life. Γιά τόν ἐνδιαφερόμενο ἀναγνώστη https://meeldridge.com/the-dance-of-life/