Για την ταινία «Φυσικό φως» του Dénes Nagy

Published on 15 February 2025 at 11:31

της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΛΛΑ

 

  [Φυσικό φως (Természetes fény, Ουγγαρία 2021) του Dénes Nagy με τους Ferenc SzabóTamás GarbaczLászló Bajkó, Gyula Franczia]

 

Το παραξένισμα μιας άγριας ομορφιάς. Εικόνες που Θαρρείς βγαίνουν από πίνακες μουσείου χάρη στην τέχνη του διευθυντή φωτογραφίας Tamás Dobos. Η πρώτη ταινία  του Dénes Nagy που του χάρισε την αργυρή άρκτο του καλύτερου σκηνοθέτη στη Μπερλινάλε 2021 έχει ως θέμα της τον πόλεμο και τις παθογένειές του. Το όλο έργο, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Παλ Ζαβάντα,  αποτελεί μια ολοκληρωτικά ποιητική στη σύλληψη και στην υλοποίησή της δημιουργία και το αποτέλεσμα είναι ένα ιστορικό δράμα με δύναμη, υποβλητικό και καθηλωτικό όπως η «Κρυφή ζωή» και η «Λεπτή κόκκινη γραμμή» του Τέρενς Μάλικ, ο «Γιος του Σαούλ» του συμπατριώτη του Νάγκυ Λάζλο Νέμες και το «Πρόσωπο της ομίχλης» του Σεργκέι Λόζνιτσα.

Στην αρχή της προβολής πληροφορούμαστε πως στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου 100.000 Ούγγροι στρατιώτες που ακολουθούσαν τους Γερμανούς στο ανατολικό μέτωπο ήσαν επιφορτισμένοι να διατηρούν την τάξη στη Σοβιετική Ένωση, να αναζητούν «συνεργάτες», να συλλαμβάνουν και να εξοντώνουν Ρώσους αντιστασιακούς. Μια τέτοια ομάδα Ούγγρων στρατιωτών στα 1943 ερευνά την ύπαιθρο της Ουκρανίας – κατεχόμενο σοβιετικό έδαφος – για κρυμμένους αντάρτες. Ανάμεσά τους ο λοχίας Ιβάν Σεμέτκα, φωτογράφος που θα βρεθεί διοικητής της ομάδας, όταν ο ανώτερός του αξιωματικός σκοτώνεται σε ενέδρα των ανταρτών.

Μια σχεδία ταξιδεύει πάνω στο ποτάμι μεταφέροντας δυο άντρες κι έναν τάρανδο που κείται ανάμεσά τους, μόλις τον έχουν σκοτώσει. Σε λίγο στρατιώτες τους σταματούν, τεμαχίζουν το ζώο και το παίρνουν. Οι στρατιώτες ψάχνουν για αντάρτες σ’ ένα χωριό με λίγους κατοίκους που λιμοκτονούν, τους στερούν ακόμα και το νερό και τους απειλούν με χίλιους τρόπους προκειμένου να καταδώσουν αντιστασιακούς που επιχειρούν στα μέρη τους. Η πραγματοποίηση των απειλών αυτών με τον πλέον ζωώδη και βάρβαρο τρόπο περισσότερο μαντεύεται και πολύ λίγο έως καθόλου δεν καταδεικνύεται. Οι κρυμμένοι αντίπαλοι δεν φαίνονται, χτυπούν κι εξαφανίζονται, οι στρατιώτες περίπου αιφνιδιάζονται, στη συνέχεια λογαριάζουν τις απώλειές τους. Ένας κρεμασμένος από το δέντρο με  την ένδειξη «Προδότης».

Τα γεγονότα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του Σεμέτκα –  όχι όμως και του θεατή –, κάποια απαθανατίζονται από τον φακό της μηχανής του. Όλες οι εικόνες έχουν το ίδιο μονότονο χρώμα σαν να φωτίζονται μόνον από το φυσικό φως, εικόνες φωτεινές-σκοτεινές, με κυρίαρχο το γκρίζο, το σκούρο καφέ, το χακί του στρατού. Όλα είναι ποτισμένα από την υγρασία του τοπίου και της λάσπης και βυθισμένα στα ερέβη του κακού που αντιπροσωπεύει ο πόλεμος. Τα διαδραματιζόμενα εκτός οπτικού πεδίου του θεατή και εκτός κάδρου η σκηνοθεσία τα υπαινίσσεται και ο θεατής τα μαντεύει, άλλοτε τα αφουγκράζεται, και διαισθάνεται ότι τα τρομερά και αποτροπιαστικά  του πολέμου συμβαίνουν λίγο παρακεί, εκτός πλάνου. Σχεδόν υποχρεωτικά υιοθετούμε την οπτική γωνία του σκηνοθέτη για να κρίνουμε, και να διαπιστώσουμε το άχαρο καθεστώς του στρατιώτη, καθόσον εκείνος είναι παρών στις βιαιότητες, τις αρπαγές και τις λεηλασίες, μα σε όλα αυτά απέναντι παραμένει απαθής. Ο Σεμέτκα λειτουργεί ως βουβός κι ανέκφραστος παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του. Δεν δείχνει να εγκρίνει τον πόλεμο, αλλά και δεν αναλαμβάνει καμιά πρωτοβουλία που να αντιτίθεται στις πράξεις της καταστροφής ή να τις αποτρέπει. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν αλλοιώνονται ποτέ, το βλέμμα του αυτόπτη μάρτυρα δεν μεταβάλλεται και σε μεγάλο βαθμό μας αφηγείται αυτό το ίδιο περισσότερα από όσα θα έλεγαν οι λέξεις. Παρ’ όλ’ αυτά, το γεγονός ότι δεν αποφάσισε τον πόλεμο ο ίδιος και το ότι παραμένει ενεργούμενο και συνάμα θύμα και θύτης των καταστάσεων, δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη απέναντι στους αθώους χωρικούς. Γιατί από βουβός και ανέκφραστος καταλήγει ψυχρότατος, από τη στιγμή που οι φρικαλεότητες μοιάζουν να μην τον αφορούν. Κατ’ επέκταση, πώς ένας άνθρωπος αντιδρά απέναντι στις δοκιμασίες του πολέμου – πού είναι η ανθρωπιά του, μοιάζει να διερωτάται η ταινία και μαζί της εμείς.

Το συναίσθημα δεν παράγεται από τους διαλόγους που σχεδόν απουσιάζουν, οι άνθρωποι δεν μιλούν παρά μόνον για τα απαραίτητα, μιλούν όμως οι εικόνες, οι ήχοι, οι ανθρώπινες εκφράσεις. Ο σκηνοθέτης επιλέγει τους αργούς ρυθμούς επενδύοντας στη δύναμη των εικόνων, που μεταφέρουν σαν άγριος άνεμος την έννοια του απόλυτου κακού που ενσαρκώνει ο πόλεμος κι έπειτα καταλαμβάνουν εκτός ταινίας τον νου του θεατή. Αντί για δράση και βίαια γεγονότα σε αυτήν την ταινία που ανήκει στις αντιπολεμικές, να περιμένει κανείς χειμωνιάτικη φύση, πυκνά δάση, ποτάμια, έλη και λάσπες, μια μόνιμη απειλή, η αίσθηση της σιωπής του θανάτου και της αναμονής πριν από βροντερό ξέσπασμα, το κενό, ανθρώπους πεινασμένους, τρομαγμένους, μέσα σε διαρκή φόβο και οδύνη.

Ένας πολύ ιδιαίτερος αριστοτεχνικός τρόπος για να μιλήσουν οι κινηματογραφικές εικόνες για τον πόλεμο, το αιματοκύλισμα και την ανθρώπινη κατάσταση που αποτελεί και τον ζωτικό χώρο του.

Add comment

Comments

There are no comments yet.

Create Your Own Website With Webador