Η κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία του Νικολάι Μπερντιάεφ

Published on 5 February 2025 at 13:49

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ

 

1. Για την κοινωνικότητα

Ακολουθώντας τον Αριστοτέλη και τον Μέγα Βασίλειο, αλλά και σε απόλυτη συμφωνία με τον συμπατριώτη του αναρχικό Πιοτρ Κροπότκιν, ο Νικολάι Μπερντιάεφ διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον. Η κοινωνικότητα αποτελεί ουσιώδες ιδίωμα της ανθρώπινης φύσης, αλλά υπάρχει και μεταξύ των ζώων, εμπεριέχεται στα θεμέλια της κοσμικής ζωής. Η δοξασία πως η «φυσική» βάση της κοινωνίας είναι ο αγώνας για κυριαρχία, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, συνιστά μέγα ψεύδος, το οποίον επιστρατεύθηκε για την απολογητική της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Σκεπτόμενος διαλεκτικά, ο Ρώσος φιλόσοφος θεωρεί ότι όλες οι δουλωτικές ιεραρχικές θεμελιώσεις της κοινωνίας έχουν έναν μεταβατικό, μη-αιώνιο χαρακτήρα.[1]

Ο Μπερντιάεφ διακρίνει τρεις τύπους θεσμισμένης ανθρώπινης κοινωνίας: την οργανική κοινότητα, τη μηχανική κοινωνία και την πνευματική κοινότητα. Η οργανική κοινότητα είναι η συγγενική, όμαιμη, ιεραρχική, πατριαρχική, παραδοσιοκρατική κοινότητα, η οποία, ιεροποιώντας την καταγωγή και το status quo της, είναι εξ ορισμού συντηρητική και αντιεσχατολογική. Η μηχανική κοινωνία είναι η μηχανικά οργανωμένη, αστική, ατομιστική κοινωνία, οι αυτοματισμοί και οι νομοτέλειες της οποίας εκφράζουν τις συγκρούσεις ανταγωνιστικών δυνάμεων και συμφερόντων. Τόσο η οργανική κοινότητα όσο και η μηχανική κοινωνία υποδουλώνουν τον άνθρωπο. Τέλος, η πνευματική κοινότητα είναι η προσωποκρατική, υπαρξιακή κοινότητα, όπου η πνευματική ελευθερία διαρρηγνύει τον καθορισμό και τον ντετερμινισμό, και ο άνθρωπος χειραφετείται πνευματικά και κοινωνικά και μεταβαίνει στην αληθινή πραγματικότητα, απελευθερούμενος από τα σύμβολα και τους μύθους. (ΠΔΕΑ, 150-157)

 

2. Για τον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία

Κεντρική προγραμματική διακήρυξη του Ρώσου στοχαστή αποτελεί η θέση ότι ο χριστιανισμός πρέπει να κόψει κάθε δεσμό με τον καπιταλισμό και το αστικό κοινωνικό καθεστώς. Ο χριστιανισμός δεν μπορεί να υποστηρίζει την μπουρζουαζία· εκείνο που οφείλει να κάνει είναι να υπερασπίζεται τις ανθρώπινες προσωπικότητες, όταν διώκονται, καταπιέζονται και αμφισβητούνται τα δικαιώματά τους στη ζωή και τη σωτηρία. Είναι απαράδεκτο και απατηλό να δικαιολογείται το υπάρχον κακό τάχα σαν συνέπεια της ακαταμάχητης δύναμης του προπατορικού αμαρτήματος, αφού ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού νικά το προπατορικό αμάρτημα και βελτιώνει τις συνθήκες της ζωής.[2] 

Η αστική ιδεολογία αποκρύπτει το γεγονός ότι η ισότητα των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων ουδόλως ισοδυναμεί με την εξάλειψη της ταξικής διαφοροποίησης, καταπίεσης και πάλης. Επιχειρεί να εμπεδώσει την –ολότελα εξωχριστιανική– αντίληψη ότι υπάρχει μόνον ένας ανταγωνισμός ίσων κατά βάση ατόμων, όπου η νίκη και ο πλούτος προσφέρονται στον ισχυρότερο, τον καλύτερο, τον χρησιμότερο, τον νικητή, σαν ανταμοιβή για τις αρετές του. Υπερασπίζεται ρητορικά την ελευθερία, για να στιγματίσει τον σοσιαλισμό. Ωστόσο, η πραγματική ελευθερία απαιτεί μια κοινωνική οργάνωση η οποία εγγυάται σε κάθε άνθρωπο, όχι μόνον την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, αλλά επιπλέον –και κυρίως– την ανεμπόδιστη εκδήλωση της δημιουργικής του ενέργειας και την υλοποίηση των κλίσεών του  (ΧΚΠ 72, 111 και 128). 

Η αστική δημοκρατία είναι τυπική και όχι πραγματική, τουτέστιν κοινωνική, βιομηχανική και οικονομική· συνεπώς, δεν καλύπτει τις αληθινές ανάγκες των εργαζομένων. Παρέχει στον άνθρωπο πολιτικά δικαιώματα, χωρίς συνάμα να του προσφέρει την πραγματική δυνατότητα να τα επωφεληθεί, γιατί η δυνατότητα αυτή συνδέεται όχι με την πολιτική, αλλά με την κοινωνική και οικονομική σφαίρα. Τα εκλογικά δικαιώματα δεν εξασφαλίζουν και τα οικονομικά· οι άνθρωποι παραμένουν απροστάτευτοι από την ανεργία και τη μιζέρια. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι κατοχυρωμένο, αλλά είναι δικαίωμα μόνο για τους προύχοντες, όχι για τους φτωχούς και τους εργάτες. Ταυτόχρονα, δεν αναγνωρίζεται το πιο πραγματικό από τα δικαιώματα, το δικαίωμα για ζωή, το οποίο με τη σειρά του ερείδεται στο δικαίωμα για εργασία. Έτσι, η πείνα και η αθλιότητα συνυπάρχουν με τα αμέτρητα πλούτη (ΧΚΠ 86 και 113).

Καίτοι είναι τυπικά ελεύθερος και συμμετέχει στην εκλογή του κοινοβουλίου, ο εργάτης, που δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής και επιβίωσης, αναγκάζεται να πωλεί την εργατική του δύναμη, για να ζήσει. Κατά την αγοραπωλησία αυτή της εργατικής δύναμης, ο εργάτης, όντας σε κατάσταση αδιεξόδου, υποτάσσεται στους όρους που υπαγορεύει ο κεφαλαιοκράτης (χαμηλός μισθός, κοπιαστικές κι εξουθενωτικές μορφές εργασίας) (ΧΚΠ 127). Τοιουτοτρόπως, η πολιτική και νομική ισότητα εμπερικλείει την πιο μεγάλη κοινωνική και οικονομική ανισότητα, και η τυπική ελευθερία την πιο μεγάλη πραγματική ανελευθερία και καταπίεση. 

Παρά ταύτα, ένεκα του ιδεολογικού φενακισμού του καπιταλισμού, οι άνθρωποι εμφορούνται από μια ψευδή αντίληψη της ελευθερίας και του καταναγκασμού, και καταντούν να συνηθίζουν τη δουλεία, θεωρώντας την κάτι εύλογο και κανονικό. Για να αποκτήσουν επίγνωση της αλλοτρίωσής τους –επίγνωση που συνιστά το επιβεβλημένο πρώτο βήμα για την άρση της– χρειάζεται μεταλλαγή της συνείδησης (ΧΚΠ 141). Το δημοκρατικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω στον μύθο του κυρίαρχου λαού, όμως οι μόνες γνήσια κοινωνικές οργανώσεις είναι τα εργατικά συνδικάτα. Σ’ αυτά βρίσκεται η μόνη πραγματική δύναμη που περιορίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου και ξεσκεπάζει τις ραδιουργίες της αστικής τάξης, και όχι στην κοινοβουλευτική πάλη των σοσιαλιστικών κομμάτων (ΧΚΠ 87 και 136).

Ο υποβιβασμός του ανθρώπου σε αντικείμενο και της εργασίας σε εμπόρευμα, καθώς και το σκληρό εγωιστικό πνεύμα του ανταγωνισμού, συνιστούν καταστάσεις αφόρητες για τη χριστιανική συνείδηση, η οποία οφείλει, από θρησκευτική και ηθική άποψη: πρώτον, να καταδικάσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ή τάξης από τάξη, και το καθεστώς της βίας υπό το οποίο η ανθρώπινη προσωπικότητα μεταβάλλεται σε μέσο μιας απάνθρωπης οικονομικής διεργασίας· και δεύτερον, να αναλάβει την υποστήριξη των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. Διότι, πριν απ’ όλα, η χριστιανική πίστη αποδίδει ανυπολόγιστη αξία στο ανθρώπινο πρόσωπο. Η οικονομία πρέπει να υπάρχει χάριν του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος χάριν της οικονομίας (ΧΚΠ 111).

Το αληθινό θεμέλιο της οικονομικής ζωής και ό,τι πολυτιμότερο για τη χριστιανική συνείδηση στη σφαίρα αυτή είναι η εργασία. Ο χριστιανισμός θεωρεί την εργασία ιερή και οφείλει να την προστατεύει με κάθε μέσο: «ο Ιησούς Χριστός, ο Γιος του Θεού, ήταν ο άνθρωπος ξυλουργός, και γι’ αυτό κομμάτι της εργατικής τάξης, στην οποία ανήκαν επίσης κι οι Απόστολοι. Το γεγονός αυτό καθαγιάζει την κοινωνική κατάσταση των εργαζομένων» (ΧΚΠ, 112-113). Θα λέγαμε πως, για τη «χριστιανική» οικονομία, το όλο κοινωνικό πρόβλημα συγκεφαλαιώνεται στο πρόβλημα της εργασίας.

Ουσιώδη χαρακτηριστικά της κεφαλαιοκρατίας συνιστούν, κατά τον Μπερντιάεφ, η μυστικοποίηση του οικονομικού παιχνιδιού, η φαντασμαγορία του βασιλείου του χρήματος και η πραγμοποίηση, ήγουν η μεταμόρφωση των σχέσεων των ανθρώπων σε σχέσεις πραγμάτων (ΧΚΠ 73 και 99). Το καπιταλιστικό καθεστώς είναι ένα καθεστώς φαντασμαγορικό, όπου βασιλεύουν οι ψευδαισθήσεις και ο άνθρωπος υποδουλώνεται σε απρόσωπες κατασκευές. Η οικονομία, το χρήμα, οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια μυστικοποιούνται, δηλαδή αυτοτελοποιούνται, αυτονομούνται από τον άνθρωπο και τους αποδίδονται οιονεί υπερφυσικές ιδιότητες. Εξουσιάζουν τον άνθρωπο αντί να εξουσιάζονται απ’ αυτόν. Ο φετιχισμός του χρήματος, που είναι διαβολικός, κυβερνά αθόρυβα τον κόσμο. Μέσα στον κόσμο αυτόν, δεν υποφέρει μόνον η εργατική τάξη, αλλά και η τάξη των κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι είναι επίσης αλλοτριωμένοι, κυριευμένοι από την επιθυμία της ασυγκράτητης επέκτασης, θύματα των παράλογων και απάνθρωπων δυνάμεων που υπηρετούν, υπόδουλοι σε έναν θεό που απαιτεί ανθρωποθυσίες. Έτσι, το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς δεν προσφέρει ευτυχία στο πρόσωπο. Μολονότι αναπτύσσει τις υλικές παραγωγικές δυνάμεις, αφανίζει τους ανθρώπους και ακρωτηριάζει τις ψυχές εργατών και καπιταλιστών. Δεν παρέχει καμία ασφάλεια ή εγγύηση, καθώς κυριαρχείται από τις κρίσεις, τις καταστροφές, τους πολέμους, την αστάθεια, την αβεβαιότητα για το μέλλον και τη διαρκή ανησυχία που προξενεί η ακόρεστη απληστία. Ο χριστιανισμός πρέπει να καταδικάσει αυτό το βασίλειο του Μαμωνά, να προτρέψει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις ψευδαισθήσεις, ώστε να επανέλθουν στις αυθεντικές πραγματικότητες, και να απαιτήσει την κατάργηση της ανήθικης αυτονομίας της οικονομικής ζωής και την υπαγωγή της τελευταίας στην πνευματική αρχή (ΧΚΠ, 118-120).

 

3. Για την ταξική πάλη

Ο χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται για την εγκαθίδρυση εκείνου του κοινωνικού καθεστώτος που είναι το λιγότερο επιζήμιο για την ανθρώπινη ψυχή. Ασφαλώς, τα ολέθρια πάθη (μίσος, εχθρότητα, φθόνος) δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστούν ολοκληρωτικά και οριστικά από τον αμαρτωλό κόσμο μας· μολοντούτο, είναι εφικτό να περιοριστούν σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο μιας δίκαιης και αταξικής κοινωνίας (ΧΚΠ, 130). Ο Μπερντιάεφ απορρίπτει εκείνη τη «δουλική κοινωνική φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να υπομένει την εξωτερική κοινωνική δουλεία και ν’ απελευθερώνεται μόνο εσωτερικά»:

 

Αυτή, γράφει, είναι μια εντελώς λανθασμένη κατανόηση της σχέσης «εσωτερικού» και «εξωτερικού». Η εσωτερική απελευθέρωση απαιτεί οπωσδήποτε και την εξωτερική απελευθέρωση, την καταστροφή της δουλικής εξάρτησης απ’ την κοινωνική τυραννία (ΠΔΕΑ, 180).

 

Όλες οι επαναστάσεις, ανεξαρτήτως των εκάστοτε συμβολισμών ή ιδεολογικών εμβλημάτων τους, παρουσιάζουν έναν ταξικό χαρακτήρα (ΧΚΠ, 77). Ο χριστιανός δεν αρνείται την πάλη των τάξεων και δεν παραμένει ουδέτερος ή αμέτοχος σ’ αυτήν· δεν εναποθέτει την κοινωνική βελτίωση μονάχα στην εσωτερική, ηθική τελείωση των ανθρώπων (κάτι τέτοιο θα ήταν υποκριτικό και απατηλό). Απεναντίας, υιοθετεί ενεργητική στάση προβαίνει σε συγκεκριμένες πράξεις για την αναμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Άλλωστε, ταξική πάλη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην βιαιότητες και αιμοσταγείς επαναστάσεις· μπορεί να λαμβάνει χώρα και με ειρηνικές εκδηλώσεις. Η άρνηση του δικαιώματος της απεργίας στους εργάτες είναι άδικη. Η ταξική πάλη είναι καλή κι επιβάλλεται από την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η Εκκλησία οφείλει, από ηθική και πνευματική άποψη, να ευλογήσει τον αγώνα για την ελευθερία κι ένα καλύτερο, πιο δίκαιο και πιο ανθρώπινο μέλλον. Ο χριστιανισμός υπερασπίζεται την εργατική τάξη χάριν του ανθρώπου και της ψυχής του, την οποίαν αφανίζει ο καπιταλισμός. Όμως, «πνευματοποιεί» την ταξική πάλη, τουτέστιν τη συνδέει με την υπέρτατη πνευματική αρχή και κατανικά τα φθονερά πάθη, τη μνησικακία και την αμείλικτη εχθρότητα. Πάντως, είναι στείρο και άσκοπο να κηρύττει τις αρετές της αγάπης, της ταπείνωσης και της ευσπλαχνίας στους καταπιεζόμενους, όταν πολύ πρωτύτερα τέτοιες προτροπές θα όφειλε να είχε απευθύνει στους καταπιεστές  (ΧΚΠ, 135-139, 143 και 174-176).

Οπωσδήποτε, ο Ρώσος φιλόσοφος παραδέχεται ότι το προλεταριάτο διακατέχεται από εχθρότητα για την αστική τάξη. Γι’ αυτό, τονίζει πως ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό πρέπει να αποβάλει το μίσος προς τον καθ’ έκαστον κεφαλαιοκράτη ως ανθρώπινο πρόσωπο. Η ριζική απόρριψη του αστικού πνεύματος δεν συνεπιφέρει την άρνηση της ανθρώπινης ουσίας του αστού, του ότι δηλαδή είναι και αυτός (όπως κι ο εργάτης) εικόνα και ομοίωση του Θεού, που έχει κληθεί στην αιώνια ζωή. Άλλωστε, σύμφωνα με έναν ψυχολογικό νόμο, όποιος μισεί, μολύνεται από τις ιδιότητες του αντικειμένου του μίσους του (ΧΚΠ 64 και 131-134).

Σχετικά τώρα με το ζήτημα της βίας, πρέπει κατ’ αρχήν να επισημανθεί ότι το ίδιο το καπιταλιστικό καθεστώς αποτελεί μια προσποιητή και μεταμφιεσμένη βιαιότητα κι αυθαιρεσία· η κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία ταυτίζεται με τον καταναγκασμό και την αποκλήρωση των ανθρώπων. Το γεγονός ότι ο μη κατέχων μέσα παραγωγής άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πωλήσει την εργατική του δύναμη ως εμπόρευμα, η υποταγή του εργάτη στην εξευτελιστική μεταχείριση από τον κεφαλαιοκράτη και στην απαίτησή του για υπερβολική απόδοση με την απειλή της απόλυσης, όλα τούτα συνιστούν βία· η ελευθερία του εργάτη είναι φανταστική, παρά το υποτιθέμενο συμβόλαιο. Συνεπώς, δεν είναι ένοχοι για βία μόνον όσοι αγωνίζονται ενάντια στο status quo, αλλά και οι στυλοβάτες και υποστηρικτές του (ΧΚΠ 139 και 141-142).

 

4. Αστικός ατομικισμός και περσοναλιστικός σοσιαλισμός

Στον καπιταλισμό, επικρατεί ένας ατομισμός (στην πραγματικότητα, ψευδοατομισμός), ο οποίος εδραιώνει στην κοινωνική ζωή σχέσεις λύκων μεταξύ των ανθρώπων. Το άτομο συντρίβεται από το παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων και συμφερόντων, και ταυτόχρονα συντρίβει τους άλλους. Ο χριστιανισμός απορρίπτει τον αστικό ατομικισμό και πρεσβεύει τον κοινοτισμό και τη διάπλαση κοινωνικών προσωπικοτήτων· θέλει να οικοδομήσει αδελφικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς ωστόσο να τάσσεται υπέρ ενός απάνθρωπου, απρόσωπου και αδιαφοροποίητου κολλεκτιβισμού (ΧΚΠ 122, ΠΔΕΑ 185). Ο Μπερντιάεφ παρατηρεί ότι η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκφυλίστηκε σε προστασία των αστικών συμφερόντων και του καπιταλιστικού καθεστώτος. Στον αστικό φιλελευθερισμό, τα δικαιώματα εκφράζουν συμφέροντα και διεκδικήσεις, και αποχωρίζονται από τις υποχρεώσεις. Όμως, το δικαίωμα δεν μπορεί να ξεχωριστεί από το καθήκον· το ένα γεννιέται απ’ τ’ άλλο. Η αντίληψη του δικαιώματος που δεν προϋποθέτει το καθήκον υποκρύπτει ταξική απληστία. Για τη χριστιανική συνείδηση, τα απόλυτα και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου έχουν τις ρίζες τους στον κόσμο του πνεύματος (ΧΚΠ, 124-125).

Το αστικό πνεύμα γεννά τον υλισμό, τον οικονομισμό, τον αποκλειστικό προσανατολισμό στα επίγεια αγαθά, την άρνηση του πνευματικού κόσμου. Ο αστός, ακόμη κι αν κατ’ όνομα είναι χριστιανός, κατ’ ουσίαν πιστεύει μόνο στα ορατά σχήματα και περιορίζει την αιωνιότητα στον χρόνο· είναι ο «αφανιστής του παραδείσου». Ο Ρώσος φιλόσοφος διαπιστώνει με πικρία την ύπαρξη ενός «αστικού χριστιανισμού» και ότι «ο Θεός έγινε διακοσμητικό εικόνισμα στα καταστήματα των αστών» (ΧΚΠ 164). Το πνεύμα είναι αντίθετο στον αστισμό. Η νίκη ενάντια στον αστισμό αντιπροσωπεύει ένα κοινωνικό καθήκον και μια πνευματική αποστολή. Το ζητούμενο μάλιστα δεν είναι απλώς η άρση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, αλλά η ολοτελής εξαφάνιση της αστικής βιοθεωρίας, στόχος που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποδοχή του μυστηρίου του Σταυρού. Το κοινωνικό πρόβλημα παραμένει άλυτο έξω από το πνευματικό πρόβλημα, ήτοι χωρίς τη χριστιανική αναγέννηση των ανθρώπινων ψυχών και την αναζήτηση της Βασιλείας του Θεού. Ένας μη πνευματικός, μη χριστιανικός σοσιαλισμός θα εξακολουθούσε να διαπνέεται από την αστική νοοτροπία και τις αστικές αξίες. Ως εκ τούτου, ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας πρέπει να συμβαδίσει με την πνευματική αριστοκρατικοποίησή της (ΧΚΠ 166-167).

Έτσι, η κοινωνική φιλοσοφία του Μπερντιάεφ συγκροτείται ως συνδυασμός δύο κυρίως στοιχείων: «της αριστοκρατικής αντίληψης του προσώπου, της ελευθερίας και της δημιουργίας, και της σοσιαλιστικής απαίτησης για επιβεβαίωση της αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου, ακόμη και του τελευταίου, και εξασφάλιση του δικαιώματός του στη ζωή» (ΠΔΕΑ, 29). Πρόκειται για μια φιλοσοφία που εναντιώνεται τόσο στον τυραννικό για το πρόσωπο εξισωτισμό, όσο και στην κοινωνική ανισότητα και πραγμοποίηση του καπιταλισμού. Επιπρόσθετα συστατικά της στοιχεία είναι η απέχθεια προς την αστική τάξη, η αντιπάθεια προς το κράτος και η αναρχική τάση. Το ανθρώπινο πρόσωπο, ως εικόνα του Θεού, δεν μπορεί να είναι μέσον για οτιδήποτε κι έχει δικαίωμα, όχι απλώς στη ζωή, αλλά επιπλέον στο καθολικό περιεχόμενο αυτής. Το νόημα της αταξικής κοινωνίας είναι η εγγύηση της ανεμπόδιστης εκδήλωσης της προσωπικής ετερότητας και της ποιοτικής διαφοροποίησης των ανθρώπων. Εξ ου και ο Μπερντιάεφ ονομάζει το σύστημά του, το οποίον εναρμονίζει τις αρχές του προσώπου και της ελευθερίας με τις αρχές της αγάπης, της ισότητας και της δικαιοσύνης, περσοναλιστικό (προσωποκρατικό) σοσιαλισμό  (ΠΔΕΑ, 30-32 και 39).

Όπως προαναφέρθηκε, η αδελφική, αταξική κοινωνία την οποία επιδιώκει ο περσοναλιστικός σοσιαλισμός ουδόλως είναι ένας ισοπεδωτικός και αποπροσωποποιητικός κολλεκτιβισμός. Τουναντίον, η κοινωνικά εξισωτική διαδικασία που καταργεί τα ταξικά προνόμια είναι αναγκαία ακριβώς για την ανάδειξη της διαφοροποίησης και της πολυμορφίας των ανθρώπων, και για τη φανέρωση των προσωπικών ποιοτικών διαφορών οι οποίες καταπνίγονται από το ταξικό σύστημα. Ο Μπερντιάεφ οραματίζεται έναν αποκεντρωμένο, δημοκρατικό σοσιαλισμό, όπου οι αυτοδιοικούμενες εργατικές κοινότητες  είναι πνευματικά συναρμοσμένες και ομοσπονδιακά ενωμένες (ΠΔΕΑ 230, 262-288).

 

5. Περί κράτους (ΠΔΕΑ 191-207)

Το κράτος, το «Βασίλειο του Καίσαρα», έχει ως επικεφαλής τον «ρχοντα το κόσμου τούτου» (Ιω 16:11), δηλαδή τον Σατανά, και τείνει πάντα να γίνει ολοκληρωτικό. Βαθύ ρήγμα υφίσταται μεταξύ της προσωπικής ηθικής – ειδικά της ευαγγελικής, για την οποία ο θάνατος και του τελευταίου των ανθρώπων είναι σημαντικότερος και τραγικότερος από τον θάνατο των κρατών και των αυτοκρατοριών- και της κρατικής ηθικής. Η προσωπική ηθική είναι ανθρώπινη και υπαρξιακή· αντίθετα, η κρατική ηθική είναι απάνθρωπη, απρόσωπη και αντικειμενοποιημένη. Το πρόβλημα τίθεται ήδη στον Σοφοκλή, στη σύγκρουση Αντιγόνης-Κρέοντα. Ό,τι θεωρείται ανήθικο για το πρόσωπο, θεωρείται απόλυτα ηθικό για το κράτος. Το κράτος χρησιμοποιούσε ανέκαθεν πολύ κακά μέσα –όπως ο χαφιεδισμός, το ψεύδος, η βία και η δολοφονία– τα οποία δήθεν επιβάλλονταν από κάποιον καλό και υψηλό σκοπό. Ομοίως, αναμφισβήτητα ελαττώματα και αμαρτήματα για το πρόσωπο –όπως η οίηση, η έπαρση, ο εγωισμός, η απληστία, το μίσος, η αιμοδιψία και η βιαιότητα, το ψέμα και η δολιότητα– παρουσιάζονται σαν αρετές και σαν ηρωισμός για το κράτος και το έθνος. Και όμως, χριστιανοί στοχαστές, λόγω δουλοπρέπειας κι ασυνειδησίας, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν μεταφυσικά και θρησκευτικά την κρατική ηθική του «όλα επιτρέπονται». Ο Μπερντιάεφ τούς επικρίνει:

 

Παρέμενε ανεξήγητο γιατί πλησιάζουμε στη Βασιλεία του Θεού, γιατί ωφελείται η Βασιλεία του Θεού απ’ το οργανωμένο ψεύδος, τον οργανωμένο χαφιεδισμό, απ’ τις εκτελέσεις, απ’ τους ληστρικούς πολέμους, απ’ την αρπαγή ξένων εδαφών και απ’ τη βία επί άλλων λαών, απ’ την καλλιέργεια του εθνικού εγωισμού και του εθνικού μίσους, απ’ την τερατώδη κοινωνική ανισότητα και απ’ την εξουσία του χρήματος. [...] Η χριστιανική συνείδηση δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να επιδιώκει τη δύναμη, τη δόξα, την επικράτηση επί των άλλων, την υπεροπτική μεγαλοπρέπεια. Όλα αυτά όμως επιτρέπονται, δικαιολογούνται, ακόμα και συνιστώνται, όταν μεταφερόμαστε στο κράτος και στο έθνος (ΠΔΕΑ, 193).

 

Ο Ρώσος φιλόσοφος ενστερνίζεται την άποψη του Νίτσε ότι το κράτος είναι το πιο ψυχρό τέρας και ότι ο άνθρωπος αρχίζει εκεί όπου τελειώνει το κράτος. Ο εξανθρωπισμός ή εκχριστιανισμός του κράτους είναι αδύνατος· το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι κάποιες μερικού χαρακτήρα αλλαγές.

Μολαταύτα, στις παρούσες συνθήκες της ύπαρξής μας, στη συγκεκριμένη κατάσταση της αμαρτωλότητάς μας, το κράτος είναι αδύνατον να εξαλειφθεί οριστικά, η εξουσία του αποδεικνύεται αναπόφευκτη. Είναι αναγκαίο, για να υπερασπίζεται την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, να περιφρουρεί τα δικαιώματα του αδυνάτου, και να προστατεύει τα θύματα της βίας και του καταναγκασμού από την κακή και βίαιη βούληση των ανθρώπων. Βέβαια, στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κανένας άνθρωπος δεν συνιστά ενσάρκωση και προσωποποίηση του κακού, το κακό μέσα του είναι πάντα μερικό· μπορεί να διαπράξει κάποιο έγκλημα, αλλά δεν είναι εγκληματίας ως όλον πρόσωπο, δεν υποστασιάζει το έγκλημα· αντιθέτως, παραμένει εικόνα του Θεού. Και για έναν πολίτη της Βασιλείας του Θεού δεν γίνεται να υπάρξει τελεσίδικη καταδίκη από το Βασίλειο του Καίσαρα (το Κράτος). Συνεπώς, η ίδια η αρχή της ποινής οριοθετείται, η δε θανατική ποινή απορρίπτεται κατηγορηματικά και ριζικά (ΠΔΕΑ, 88).  

Το κράτος, λοιπόν, ως εγγυητικός, διαμεσολαβητικός και ελεγκτικός θεσμός, που αποτρέπει την πλήρη χαοτική κατάρρευση του κοινού βίου, έχει μια λειτουργική σημασία για την κοινωνική ζωή, και οι άνθρωποι το χρειάζονται, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τις υπηρεσίες του. Αλλά, μέχρις εκεί! Δεν πρέπει να απολυτοποιείται· απεναντίας, πρέπει να του επιβάλλονται υποχρεωτικά όρια· κυρίως, δεν πρέπει να αγγίζει την πνευματική ζωή. Περισσότερο, πρέπει να θυμίζει συνεταιρισμό. Η εξουσία δεν είναι δικαίωμα, ούτε κάποιου ξεχωριστού ανθρώπου ή επίλεκτης ομάδας, ούτε του λαού ολόκληρου· είναι καθήκον, βαρύ και αυστηρά οριοθετημένο.

Εντούτοις, δυστυχώς, οι άνθρωποι γοητεύονται, αιχμαλωτίζονται από το κράτος και συνδέουν μ’ αυτό το όνειρό τους για βασιλεία. Το κράτος φετιχοποιείται· αντί να απελευθερώνει, υποδουλώνει τον άνθρωπο, μετερχόμενο μέσα όπως η μαζική ύπνωση και υποβολή, οι μύθοι, τα σύμβολα, τα ανορθολογικά συναισθήματα, η καλλιέργεια του φόβου του (εσωτερικού ή εξωτερικού) εχθρού. Από την παιδική τους ηλικία, οι άνθρωποι δηλητηριάζονται από δουλικές νουθεσίες: ότι το κράτος και όχι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι η ύψιστη αξία, και ότι η δόξα και το μεγαλείο του κράτους είναι ο ανώτατος και δικαιότατος σκοπός. Όμως, γράφει ο Μπερντιάεφ, «το κράτος δεν πρέπει να θέτει “υψηλούς” στόχους και να θυσιάζει ανθρώπους και λαούς στο όνομα αυτών των τάχα υψηλών στόχων. Τα μεγάλα βασίλεια, οι μεγάλες αυτοκρατορίες δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τον άνθρωπο. Το κράτος υπάρχει για τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος για το κράτος» (ΠΔΕΑ, 202). Ο αναρχισμός εμπεριέχει μια θρησκευτική αλήθεια, μια αλήθεια της αποφατικής θεολογίας, την εξής: το κράτος και η εξουσία επί του ανθρώπου συνδέονται με την αμαρτία και το κακό· η άριστη κατάσταση, η Βασιλεία του Θεού, είναι απουσία εξουσίας και ελευθερία, δηλαδή αναρχία. 

Η χειρότερη ασθένεια του κράτους είναι η γραφειοκρατία: «Η γραφειοκρατία, χωρίς την οποία κανένα κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει, έχει τη μοιραία τάση ν’ αναπτύσσεται, να διευρύνεται, ν’ αυξάνει την εξουσία της, να θεωρεί τον εαυτό της όχι ως υπηρέτη του λαού, αλλά ως κύριο, που απαιτεί υποταγή» (ΠΔΕΑ, 204-205). Εύκολα μετατρέπεται σε παράσιτο που επεκτείνεται απεριόριστα. Ο γραφειοκρατισμός εκφράζει τον κόσμο της αντικειμενοποίησης, της αλλοτρίωσης και του ντετερμινισμού· συνιστά δε την πιο ακραία μορφή αποπροσωποποίησης, ένα φανταστικό «χαρτοβασίλειο» που δεν γνωρίζει πρόσωπα, παρά μόνο αριθμούς και απρόσωπες μονάδες. 

 

6. Για τον εθνικισμό (ΠΔΕΑ 218-228, ΧΚΠ 178-180)

Η δουλεία του εθνικισμού είναι βαθύτερη μορφή δουλείας από την κρατική δουλεία, γιατί το έθνος ριζώνει πιο βαθιά στη συναισθηματική ζωή του ανθρώπου απ’ ό,τι το κράτος. Ο εθνικισμός, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον πατριωτισμό, ισοδυναμεί με ειδωλολατρία, απαιτεί «κρέας για τα κανόνια» και τρέφεται με το ψεύδος. Η εθνική ιδεολογία αποδεικνύεται συνήθως ταξική ιδεολογία· αυτό που παρουσιάζεται απατηλά σαν εθνικό συμφέρον είναι το μεταμφιεσμένο ταξικό συμφέρον της κυρίαρχης, προνομιούχας μειονότητας, ήγουν των ιδιοκτητριών τάξεων. Ωσαύτως, η λεγόμενη «εθνική πολιτική», στο όνομα της οποίας ζητούνται από τους πολίτες πάσης φύσεως θυσίες, συχνά συγκαλύπτει κεφαλαιοκρατικές βλέψεις.

Ο εθνικός μεσσιανισμός είναι πειρασμός και απάδει προς τη χριστιανική οικουμενικότητα. Ο χριστιανισμός είναι θρησκεία προσωποκεντρική και οικουμενική, όχι εθνική ή φυλετική. Περαιτέρω, ο εθνικισμός συνιστά απιστία και προδοσία· «είναι ένα φοβερό αμάρτημα όσον αφορά την εικόνα του Θεού εντός του ανθρώπου». Γράφει ο Ρώσος στοχαστής: «Αυτός που δεν βλέπει ως αδελφό τον άνθρωπο άλλης εθνικότητας, που αρνείται, για παράδειγμα, να δει ως αδελφό του τον Εβραίο, όχι μόνο δεν είναι χριστιανός, αλλά χάνει και την ανθρωπιά του» (ΠΔΕΑ, 228). Ο ρατσισμός και ο φασισμός είναι και αυτά φαινόμενα αντιχριστιανικά και ειδωλολατρικά, τα οποία γεννούν το μίσος. Η μεγάλη χριστιανική και ανθρώπινη αποστολή της εποχής μας είναι η ειρήνευση όλων των λαών, η αποτροπή του παγκοσμίου πολέμου και η υπερεθνική ενοποίηση της ανθρωπότητας.

 

7. Για τον πόλεμο (ΠΔΕΑ 207-218) 

Το κράτος, με τη βούλησή του για δύναμη και επέκταση, ο εθνικισμός, ο οποίος θεωρεί την ισχύ του έθνους μεγαλύτερη αξία από τον άνθρωπο, και ο καπιταλισμός, που δημιουργεί τα προϊόντα της πολεμικής βιομηχανίας, οδηγούν αναπόφευκτα στον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι η μοίρα του κράτους· η ιστορία των κρατών είναι εν πολλοίς μια ιστορία πολέμων. Η κρατική εξουσία περιβάλλεται πάντοτε από πολεμικά σύμβολα –στρατεύματα, σημαίες, παράσημα, στρατιωτική μουσική–, όπερ δηλώνει ότι είναι πάντα έτοιμη να προσφύγει στον πόλεμο με εξωτερικούς (ή εσωτερικούς) εχθρούς, προκειμένου να στηρίξει το κύρος της. Το κράτος δαπανά τερατώδη ποσά για εξοπλισμούς, τα οποία εξαντλούν την οικονομία του και συνιστούν δυσβάσταχτο φορτίο για τον λαό.

Ο πόλεμος δεν είναι μόνον η πιο ακραία μορφή βίας, αλλά και η πιο ακραία μορφή άρνησης του προσώπου: «Συναινώντας στον πόλεμο ο άνθρωπος παύει να είναι πρόσωπο και παύει να θεωρεί πρόσωπο και τους άλλους ανθρώπους» (ΠΔΕΑ, 209). Άπαξ και στον εχθρό δούμε ένα υπαρξιακό υποκείμενο, ένα συγκεκριμένο ζωντανό ον, ένα ανθρώπινο πρόσωπο, και μετάσχουμε στο μυστήριό του, ο πόλεμος γίνεται αδύνατος. Το ανθρωποκτόνο μίσος, ο φόνος και ο πόλεμος μετατρέπουν τον άλλον άνθρωπο σε αντικείμενο, και υφίστανται μόνον καθ’ όσον οι άνθρωποι έχουν καταντήσει αντικείμενα.

Οι ανθρώπινες μάζες πειθαναγκάζονται να πολεμήσουν μέσω της τρομοκρατίας, κι αφού πρώτα η συνείδησή τους παραλύσει από τη συστηματική ύπνωση και ψυχολογική δηλητηρίαση. Ωστόσο, καίτοι ο πόλεμος είναι από τη φύση του ανορθολογικός και στηρίζεται σε ένστικτα, προϋποθέτει τον εξορθολογισμό. Τοιουτοτρόπως, η συλλογική παραφροσύνη συνδυάζεται αντιφατικά με την ακρότατη ορθολογική πειθάρχηση και εκτεχνίκευση.

Ο βιομηχανικός-κεφαλαιοκρατικός τύπος κοινωνίας δημιούργησε έναν νέο τύπο ιμπεριαλιστικών πολέμων, πολύ φρικτότερων από τους πολέμους του παρελθόντος. Ο σύγχρονος πόλεμος δεν είναι τοπικός και περιορισμένος, όπως οι προηγούμενοι, αλλά μηχανοποιημένος, ολοκληρωτικός, ένα παγκόσμιο δαιμονικό σφαγείο, που αφανίζει σε τεράστια κλίμακα την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό. Η τεχνική του και τα τρομερά όπλα που διαθέτουν οι αντίπαλοι καθιστούν αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξουν νικητές· όλοι είναι ηττημένοι και κατεστραμμένοι. Είναι αστείο να μιλάμε για πολεμικό ηρωισμό σε αυτό το πλαίσιο· σύντομα ούτε καν ο στρατός δεν θα έχει σημασία. Πλέον, ο ηρωισμός δεν είναι παρά προπαγάνδα και ψεύδος: «κανένας αληθινός ηρωισμός δεν είναι πια εφικτός, αφού ο ηρωισμός προϋποθέτει την ύπαρξη προσώπου. Το σύγχρονο κράτος και ο σύγχρονος πόλεμος δεν αναγνωρίζουν κανένα πρόσωπο» (ΠΔΕΑ, 212).

Στο παρελθόν, οι πόλεμοι υπερασπίζονταν ενίοτε την ελευθερία και αποτελούσαν ίσως ένα αναγκαίο κακό. Σήμερα, όμως, αποκαλύπτεται αναμφισβήτητα η σατανική τους φύση. Η διάκριση δίκαιων και άδικων πολέμων είναι του λοιπού αβάσιμη, διότι προϋποθέτει την εφαρμογή ηθικής αξιολόγησης σ’ ένα φαινόμενο που κείται έξω απ’ οποιαδήποτε ηθική. Ως προς δε τον αποκαλούμενο «ιερό» πόλεμο, η έννοια αυτή ήταν και στο παρελθόν βέβηλη. Γιατί

η απόδοση της ιδιότητας του «ιερού» σε κάτι που είναι ακραία έκφραση του κοσμικού κακού είναι σατανικός πειρασμός. Το κράτος δεν είναι ποτέ πραγματικά «ιερό», και ακόμα λιγότερο θα μπορούσε να είναι «ιερός» ο πόλεμος. Όλα αυτά όμως επιδεινώνονται, όταν γίνεται λόγος για τη σύγχρονη εποχή, για τους σύγχρονους πολέμους, που θυμίζουν περισσότερο μια κοσμική καταστροφή (ΠΔΕΑ, 211).

 

8. Για την οικογένεια και την ερωτική ζωή (ΠΔΕΑ 303 και 305-306)

Ο Ρώσος φιλόσοφος τάσσεται κατά της ιεραρχικά οργανωμένης, αυταρχικής οικογένειας, η οποία βασανίζει και σακατεύει το ανθρώπινο πρόσωπο. Θεωρεί πως αυτή η μορφή οικογένειας ισοδυναμεί με τυραννία ακόμη φοβερότερη από την τυραννία του κράτους. Υποστηρίζει λοιπόν μια πιο ελεύθερη και, ακριβώς γι’ αυτό, πιο χριστιανική οικογένεια, δοθέντος ότι το Ευαγγέλιο απαιτεί εξάπαντος χειραφέτηση από τη δουλεία τούτου του εγκόσμιου θεσμού. Τέλος, το νόημα της σεξουαλικής ένωσης δεν είναι ούτε η τεκνοποιία ούτε η ηδονή, αλλά η προσωπική ένωση με τον/την αγαπημένο/η και η χάρη σ’ αυτήν την ένωση επίτευξη της πληρότητας. Συναφώς: «Το νόημα και η δικαίωση του γάμου βρίσκονται μόνο στον έρωτα. Γάμος χωρίς έρωτα είναι ανήθικος» (ΠΔΕΑ, 306).

 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ο Γιώργος Κρανιδιώτης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1976. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Δοκίμια για την ευθανασία, τη βιοηθική και τον θάνατο, (Νέον 2024).

 

[1] Νικολάι Μπερντιάγιεφ, Περί δουλείας και ελευθερίας του ανθρώπου, μτφρ. Πάνος Σταθογιάννης – Γιώργος Πινακούλας, Printa, Αθήνα 2019, σ. 305, 312-313 και 315. Στο εξής, οι παραπομπές σε αυτό το έργο θα είναι ενταγμένες στο κυρίως κείμενο, με τα αρχικά ΠΔΕΑ ακολουθούμενα από τον αριθμό σελίδας εντός παρενθέσεως.

[2] Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα, μτφρ. Βασίλη Τ. Γιούλτση, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 64-65. Στο εξής, οι παραπομπές σε αυτό το έργο θα είναι ενταγμένες στο κυρίως κείμενο, με τα αρχικά ΧΚΠ ακολουθούμενα από τον αριθμό σελίδας εντός παρενθέσεως.

 

Add comment

Comments

There are no comments yet.