Οι περί φύσης και Θεού απόψεις του Χριστόδουλου Παμπλέκη

Published on 26 July 2024 at 19:12

του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΥΣΗ

 

Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733, Μπαμπίνη Αιτωλοακαρνανίας – 1793, Λειψία Σαξωνίας) εντάσσεται στη δεύτερη γενιά των φιλοσόφων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και θεωρείται από τους πιο νεωτεριστές και ριζοσπάστες φιλοσόφους της Ελληνικής Διασποράς. Ο Παμπλέκης, μετά τη μαθητεία του σε διάφορα σχολεία της Θεσσαλίας, μετέβη το 1753 για ανώτερες σπουδές στην Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους,[1] στην οποία σχολάρχης τότε ήταν ο ξακουστός λόγιος της εποχής Ευγένιος Βούλγαρης. Ο Παμπλέκης έμεινε στο Άγιον Όρος μέχρι το 1759 και εκάρη μοναχός. Από το Όρος εκδιώχθηκε, γιατί ασπαζόταν νεωτερικές φιλοσοφικές απόψεις. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε εκδιώχθηκε και ο σχολάρχης Βούλγαρης αλλά και άλλοι μαθητές της σχολής. Στα επόμενα χρόνια, ο Παμπλέκης δίδασκε σε σχολεία της περιοχής του Ολύμπου και γύρω στο 1760 έφυγε για την Ευρώπη· αρχικά εγκαταστάθηκε στη Βενετία.

Στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή με το ευρωπαϊκό διαφωτιστικό πνεύμα και προσπάθησε μέσα από έργα του να το μεταφράσει και να το μεταδώσει στους ομοεθνείς του. Οι απόψεις του για την πολιτική είναι αρκετά νεωτεριστικές, και διατυπώνονται σε υποσημειώσεις του στο έργο του Η Αληθής Πολιτική (Βενετία, 1781), το οποίο αποτελεί μετάφραση από τη γαλλοϊταλική έκδοση του 1751 του έργου με τον γαλλικό/ιταλικό τίτλο La véritable politique des personnes de qualité / Vera politica delle Persone di qualita (Η Αληθινή πολιτική των ευγενών ανθρώπων). Το γαλλικό έργο κυκλοφόρησε  ανώνυμα για πρώτη φορά το 1692 στο Παρίσι και αποδόθηκε στο Nicolas Remond des Cours.[2] Στις υποσημειώσεις του Παμπλέκη στη μετάφραση του παραπάνω έργου έχουμε για πρώτη φορά στη νεοελληνική βιβλιογραφία την παρουσίαση της πολιτικής επιστήμης με τη σύγχρονη έννοια.

Στο δεύτερό του βιβλίο, το Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών, ο Παμπλέκης εκθέτει τις φιλοσοφικές του απόψεις.  Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1786 στη Βιέννη, τον νέο σταθμό της ευρωπαϊκής πορείας του Παμπλέκη, και μπορεί να θεωρηθεί ως εισαγωγικό στην επιστήμη της φιλοσοφίας και στις θετικές επιστήμες, για αυτόν τον λόγo συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των βιβλίων που εισήγαγαν τις θετικές και φυσικές επιστήμες στην Ελλάδα.[3] Το 1790 ο Παμπλέκης δέχτηκε επικρίσεις για το φιλοσοφικό του έργο και για την προφορική του διδασκαλία, οι οποίες συνοδεύονταν με τις κατηγορίες της ασέβειας και του υλισμού. Το αποκορύφωμα τvν διώξεων που επέστη ήταν ένας λίβελος εναντίον του, που κυκλοφόρησε ανώνυμα το 1793, με τον τίτλο Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας. Ο Παμπλέκης απάντησε άμεσα με ένα υπερασπιστικό κείμενο, στο οποίο προβαίνει σε αναίρεση όλου του χριστιανικού δόγματος και αρνείται το Σύμβολο της Πίστεως, τον Χριστό, τους Πατέρες και τους αγίους. Το έργο αυτό του Παμπλέκη έχει τίτλο Απάντησις ανωνύμου προς τους αυτού άφρονας κατηγόρους, επ’ ονομασθείσα περί Θεοκρατίας και εκδόθηκε στη Λειψία στις 30 Αυγούστου από τους φίλους και μαθητές του, γιατί ο ίδιος είχε αποβιώσει σε άσυλο απόρων δεκαπέντε ημέρες πριν. Μαζί συνεκδόθηκε και το κείμενο της Ακολουθίας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να αιτιολογήσει τη «δίκαιη» Απάντηση του Παμπλέκη. Με τις ακραίες ριζοσπαστικές απόψεις του για τη θρησκεία ο Παμπλέκης ανατρέπει ολόκληρο το οικοδόμημα του Χριστιανικού Δόγματος και τονίζει την ανάγκη επιστροφής στην αγνή χριστιανική εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Εξ αιτίας των τελευταίων αυτών απόψεων ο Παμπλέκης αφορίστηκε μετά θάνατον και έτσι το έργο και ό,τι αφορούσε στη ζωή του έμειναν στην αφάνεια.[4] Το αποκορύφωμα των διώξεων εναντίον του ήταν η έκδοση του αφορισμού του από τον Δημήτριο Γοβδελά το 1800 στη Βούδα με τον τίτλο Ο εξωστρακισμός του ασεβούς Χριστοδούλου του μονοφθάλμου του εξ’ Ακαρνανίας. Η δίωξη εναντίον του Παμπλέκη επαναλήφθηκε  στο κείμενο του αφορισμού τού Θεόφιλου Καΐρη το 1844.

Ωστόσο, πριν από μερικές δεκαετίες το έργο του Παμπλέκη άρχισε να αποτελεί αντικείμενο φιλοσοφικής μελέτης, αφού πια θεωρείται ως ένας από τους ανατρεπτικούς και ριζοσπάστες φιλοσόφους της νεοελληνικής φιλοσοφίας[5] και από τις πιο φωτισμένες φυσιογνωμίες του πρώιμου Νεοελληνικού Διαφωτισμού.[6]

 

Οι απόψεις του περί φυσικής

Οι απόψεις του Παμπλέκη περί της φυσικής  δεν μπορούν να αναγνωστούν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι απόψεις του για τον Θεό και κυρίως οι θέσεις του για την ταύτιση Θεού και φύσης. Οι τελευταίες τον οδηγούν σε έναν πανθεϊσμό, όπου ταυτίζονται Θεός και φύση. Ο Παμπλέκης θεωρεί πως η αρχή της φυσικής ανάγεται στους Αιγύπτιους ιερείς, στους μάγους και τους Βραχμάνες και πως στην Ελλάδα εισήχθη από τον Θαλή τον Μιλήσιο. Από τους Έλληνες μεταδόθηκε στη συνέχεια στην Ιταλία και κατόπιν στην υπόλοιπη Ευρώπη από τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα και τις σχολές των Περιπατητικών. Η φυσική είναι η φιλοσοφία της φύσης κατά τον Παμπλέκη και την ορίζει ως την επιστήμη των ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων, των φυσικών φαινομένων των σωμάτων και των αποτελεσμάτων τους, καθώς και διαφόρων ιδιοτήτων τους. Διαιρείται δε στη α΄) «συμβολικήν», η οποία έχει ως βάση τα σύμβολα (αριθμητικά, γεωμετρικά και ιερογλυφικά), β΄) στην περιπατητική του Αριστοτέλη, ο οποίος ερμήνευε τη φύση των όντων «δια της ύλης, του είδους και της στερήσεως, των στοιχειωδών και κεκρυμμένων ποιητών, των συμπαθειών και αντιπαθειών», γ΄) στην πειραματική, στην οποία η φύση των πραγμάτων ανακαλύπτεται με την παρατήρηση και το πείραμα και δ΄) στη μηχανική και σωματική, η οποία θεωρεί ως μόνη αρχή την ύλη. Υποκείμενα της φυσικής είναι το σώμα, το διάστημα και η κίνηση.[7]

Η ωφέλεια της φυσικής κατά τον Ακαρνάνα φιλόσοφο είναι πολλαπλή για τον άνθρωπο, γιατί τον απαλλάσσει από το ψεύδος εξηγώντας τα φυσικά φαινόμενα ως τέτοια, ως φυσικά δηλαδή, και όχι ως δεισιδαιμονίες. Έτσι τον απαλλάσσει από τον φόβο και το δέος που έχει για τα φυσικά φαινόμενα καταπολεμώντας τη δεισιδαιμονία και τον οδηγεί στην ακριβή και λογική εξέτασή τους ως φυσικά φαινόμενα που υπόκεινται σε φυσικούς νόμους. Εκτός από τα φυσικά φαινόμενα, έργο της φυσικής είναι να εξηγήσει τις αιτίες και κινήσεις των πλανητών και των αστέρων και να βοηθήσει τον άνθρωπο, ώστε να μπορεί να διακρίνει την αλληλενέργεια των φυσικών σωμάτων μεταξύ τους. Ταυτόχρονα η φυσική του παρέχει αναμφίβολες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, αφού αποδεικνύει τον Θεό ως αρχή των πάντων, δηλαδή ως δημιουργό των πάντων εκ του μηδενός. Ο Θεός, ως πάνσοφος και δημιουργός του ανθρώπου, δημιούργησε την αρμονία στις κινήσεις των πλανητών και του ήλιου.

Ο άνθρωπος, κατά τον Παμπλέκη, θεωρεί τη φύση ως αυτόνομο και λογικά δομημένο σύνολο που ταυτίζεται με την ιδέα της άπειρης θεότητας, η οποία δημιούργησε το απέραντο σύμπαν, του οποίου το κέντρο είναι παντού και η περιφέρεια πουθενά.[8] Έτσι υποστηρίζει πως το όνομα φύση δηλώνει το τέλειο άθροισμα του κόσμου και προσπαθεί στο έργο του να τονίσει την ενότητα του φυσικού-υλικού κόσμου, ο οποίος έχει ως βάση την ύλη. Δηλαδή, κάθε αισθητό αντικείμενο έχει υπόθεμα την ύλη, η οποία είναι και η μόνη που έχει πραγματική υπόσταση.[9] Η ύλη είναι η πρώτη αιτία και αρχή των πάντων και μόνον αυτή μπορούμε να παρατηρήσουμε.[10] Βασική και ουσιώδης για την ύλη είναι η ιδιότητα της κίνησης, από την οποία «άπαντα τα εν τω παντί φαινόμενα παράγει».[11] Ως μικρότερα κομμάτια ύλης, που τα ονομάζει και στοιχεία, ο Παμπλέκης θεωρούσε τα άτομα, τα οποία είναι αΐδια, αιώνια, αδιαίρετα και άφθαρτα.

Στο Περί Φιλοσόφου ο Παμπλέκης κάνει λόγο για την ποικιλία των όντων που υπάρχουν στη φύση και τα οποία έχουν τις ιδιότητες της αύξησης και της φθοράς. Η αύξηση γίνεται με την προσθήκη μερών και τη δημιουργία σωμάτων: «ως μερών αθροίσματα».[12] Το αντίθετο συμβαίνει κατά την περίοδο της φθοράς, όπου τα μέρη των σωμάτων αποσυντίθενται. Με τη θέση αυτή του Παμπλέκη, δηλαδή ότι η ύλη είναι αρχή των πάντων, του φυσικού και του αισθητού κόσμου, διακρίνουμε μια προσπάθεια να τονιστεί η ενότητα του φυσικού και του υλικού κόσμου, αφού η ύλη είναι η μόνη πραγματική υπόσταση. Ο ορισμός αυτός του Παμπλέκη είναι πολύ κοντά στον ορισμό που βρίσκουμε στο σχετικό λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας.[13] Παρόμοιες απόψεις και θέσεις βρίσκουμε και σε άλλους Έλληνες φιλοσόφους της εποχής αυτής, όπως ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Δημήτριος-Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ και ο Βενιαμήν Λέσβιος.[14] Στην ευρωπαϊκή σκέψη το οντολογικό αυτό σύστημα έχει ασφαλώς σχέση με τις απόψεις των Ελλήνων ατομικών φιλοσόφων –κυρίως τον Δημόκριτο[15] αλλά και τους Επικούρειους– και αποτέλεσε την πηγή του σύγχρονου υλισμού.

Ο Παμπλέκης υποστηρίζει πως η ουσία των σωμάτων δεν ταυτίζεται με την έκτασή τους και προβάλει για αυτό δύο βασικά επιχειρήματα: α΄) δεν μας είναι δυνατόν να τονίσουμε αναγκαστικά πως όπου υπάρχει έκταση υπάρχει και ύλη, άρα η έκταση αναφέρεται σε οποιοδήποτε διάστημα και  β΄) από την έκταση δεν μπορούν να συνταχθούν οι υπόλοιπες ιδιότητες της ύλης, αυτό θα γινόταν αν η έκταση ήταν η μόνη ουσιώδης ιδιότητά της.  Από την άποψη αυτή συνάγεται πως έχουμε διαστολή της ύλης και έκτασης και πως η έκταση δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ύλη και αυτονομείται από αυτή. Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο Παμπλέκης αποδέχεται το κενό και την ατομική θεωρία.[16]

Κατά τον Παμπλέκη, φυσικό ή μεταφυσικό σώμα είναι ό,τι έχει έκταση και είναι αδιάβατο. Όμως πρέπει να είναι σε κίνηση ή ηρεμία και να είναι δεκτικό παντός σχήματος. Το υλικό ον είναι και το αίτιο του αισθήματος και μόνη πηγή γνώσης οι αισθήσεις,[17] δηλαδή, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον υλικό κόσμο μέσω των αισθήσεων. Αντίληψη της ύπαρξης των σωμάτων έχουμε δια μέσου των αισθήσεων, τις οποίες μας τις δώρισε ο Δημιουργός. Με τις αισθήσεις «την αυτού ψυχήν διαφόρους ιδέας δι’ αυτών εις την εαυτήν εναποταμιευείν, όσαι τούτοις εν είναι τι,… διδάσκουσι, των του σώματος ιδιοτήτων πάντη διαφέρουσι∙ ενυπαρχουσών γάρ εκείνων τη διάνοια, ταύτης εκτός αύται διαμένουσιν, ουδέν άλλ’ ή αφορμή, μάλλον δ’ αιτία, τη αυτών παραστάσει τας ιδέας διεγείρεσθαι».[18] Τα όργανα των αισθήσεων ενεργούν στα σώματα εμμέσως και αμέσως. Αμέσως με την αφή, γεύση, όσφρηση, όραση και ακοή: «Τούτων πεντάδι τον άνθρωπο το θείον εκόσμησεν, ίνα διά ταύτης, ως αυτώ πάντη οικείας, την εκείνων ύπαρξιν επίσταιτο» και οτιδήποτε ενυπάρχει στο σώμα:

ό των ειρημένων πέντε οργάνων διατίθεναί τι. Οικείον, και την της αυτού παραστάσεως ιδέαν ευθύς τη ψυχή ενδιεγείρειν, ποιότης, ή ιδιότης καλείται.[19]

 

Όλα τα σώματα προέρχονται από την «πρώτην ύλην»[20] και έχουν διάφορες ιδιότητες, (σκληρότητα, ψύχος, πικρότητα κ.ά.). Μερικές από αυτές τις ιδιότητες βρίσκονται σε όλα τα σώματα και μπορούμε να τις πούμε ως σταθερές, «γενικάς, ή καθόλου», και να τις ονομάσουμε ως κατηγορούμενα των σωμάτων. Οι άλλες, που δεν είναι βασικές ιδιότητες, είναι περιστασιακές. Τα κατηγορούμενα αυτά, οι ιδιότητες αυτές, που ανήκουν στο κάθε σώμα και συγκροτούν την έκτασή του, την ουσία του, είναι έμφυτες. Οι ουσιώδεις ιδιότητες ή τα κατηγορούμενα των σωμάτων, που είναι σταθερές και δεν επιδέχονται ουδεμία αύξηση ή μείωση σε καμμία περίσταση, κατά τον Παμπλέκη είναι: η έκταση, η αντίσταση, το κινητό, το σχήμα, το αδιάβατο, το αδιάβατο, το διαιρετό, η κίνηση, η θέση, η στερεότητα, η αδράνεια, η ηρεμία, η βαρύτητα, η ελκυστική δύναμη, η ώθηση κ.ά. Από τις ουσιώδες ιδιότητες πρώτες είναι: η έκταση, η αντίσταση και το κινητό και δευτερεύουσες: το σχηματιστικό, το αδιάβατο, το διαιρετό και η κίνηση. Υπάρχουν όμως και άλλες ιδιότητες των σωμάτων που δεν είναι ουσιώδεις, αφού δεν μπορούν να αλλάξουν την ουσία του σώματος. Αυτές είναι:

η ηλεκτρικότης, η σκιερότης, η διαφάνεια, η ρευστότης, η σταθερότης, η χρωματιστικότης, η θερμότης, η ψυχρότης, η ευχυλότης, η αχυλότης, η ευωδεία, η δυσωδεία, το ηχώδες, τ’ ανηχώδες αις προστίθενται η ελαστικότης, απαλότης, τραχύτης, κουφότης, κ.τ.λ.[21]

 

Όπως προαναφέρθηκε, κύριο χαρακτηριστικό της ύλης κατά τον Παμπλέκη είναι η κίνηση, η οποία παράγει όλα τα φαινόμενα, την οποία ορίζει ως «την εφ’ ενός εφ’ έτερόν τι των του διαστήματος μερών μετάθεσιν». Το κενό διάστημα το περιγράφει ως αυτό στην έκταση του οποίου κινούνται χωρίς εμπόδια τα σώματα. Η κίνηση γενικά ορίζεται πάντα σε αναφορά με τη θέση των ουράνιων σωμάτων στο διάστημα και όχι προς τα άλλα σώματα. Ως πρώτη αιτία της κίνησης ο Παμπλέκης θεωρεί τον Θεό, όμως κάθε πραγματική τοπική κίνηση δεν προξενείται άμεσα από αυτόν.[22] Ο Παμπλέκης ορίζει την κίνηση με βάση την αποδοχή του κενού, δηλαδή, σε αναφορά με τη θέση των σωμάτων στο διάστημα και όχι σε σχέση με τα άλλα σώματα[23] και για να υπάρξει κίνηση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη του κενού. Χωρίς το κενό τα πάντα θα ήταν πλήρη και δεν θα μπορούσε να υπάρξει κίνηση. Όμως, στο πλήρες δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση, αφού δεν υπάρχει θέση για αυτή. Αυτό το αποδεικνύει και η ως τότε εμπειρικά διαπιστωμένη κίνηση των πλανητών κατά τον φιλόσοφο, όπου, μέσα στο σύμπαν, οι πλανήτες και τα αστέρια κινούνται γιατί υπάρχει κενό. Αν δεν υποθέσουμε την ύπαρξη του κενού, οι κινήσεις των πλανητών και των άστρων δεν θα ήταν δυνατές. Από τις διάφορες κινήσεις των ουράνιων σωμάτων φαίνεται ότι υπάρχει διαφορετικός βαθμός πληρότητας στα διάφορα διαστήματα. Στο απόλυτο πλήρες δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμμία διαίρεση της ύλης. Αν υπήρχε το απόλυτο πλήρες θα έπρεπε τα σώματα να είναι εναρμονισμένα και συμμετρικά με αυτό, κάτι τέτοιο όμως δεν είναι εμπειρικά διαπιστωμένο. Επίσης, αν τα πάντα ήταν πλήρη δεν θα εξηγούνταν η διαφορά βάρους σε ίσου μεγέθους σώματα. Αν έλειπε το κενό η έκταση θα ταυτίζονταν με την ύλη και τότε αναγκαστικά η ύλη θα ήταν άπειρη.[24]

 

Οι απόψεις του περί Θεού

Η φυσική ρίζα και σημασία της λέξης Θεός κατά τον Παμπλέκη είναι αυτό το οποίο υπάρχει και το όνομα Θεός προέρχεται από το ρήμα ποιώ.[25] Τα πάντα κατά τον Παμπλέκη υπάρχουν μέσα στη φύση –ακόμη και ο Θεός– και μέσα σε αυτήν πρέπει να αναζητήσουμε την έννοια της λέξης Θεός. Ο άνθρωπος παλαιότερα ταύτιζε τον Θεό με τη φύση και προσέδιδε στην έννοια της φύσης θεϊκό χαρακτήρα, τη θεωρούσε ως ένα αυτόνομο όλο, ένα λογικά και επιστημονικά δομημένο σύνολο που ταυτίζεται με την ιδέα μιας άπειρης Θεότητας, η οποία είναι διάχυτη μέσα στο απέραντο σύμπαν, του οποίου το κέντρο είναι παντού και η περιφέρεια πουθενά.[26]

Κατά τον Παμπλέκη Θεός υπάρχει «εξ αποκαλύψεως» και είναι φυσικό να μην συμφωνούν οι άνθρωποι περί της ιδέας Του. Όμως, η ποικιλία των γνωμών είναι μια ακόμη απόδειξη της ύπαρξής του και είναι δύσκολο να μην υπάρχει ποικιλία ιδεών περί αυτής. Η πίστη στον Θεό είναι παραγωγή της φύσης, από την οποία πηγάζει η επιθυμία της αυτοσυντήρησης του ανθρώπου, αλλά και ο φόβος του θανάτου. Η αντίθεση των άθεων σε αυτόν τον φυσικό νόμο μάς πείθει περισσότερο στο να πιστεύουμε σε έναν Θεό, παρά για το αντίθετο. Δηλαδή, ζούμε κατά φύση μόνον πιστεύοντας στην ύπαρξη Θεού.[27]

Ο Παμπλέκης υποστηρίζει πως η ιδέα του Θεού είναι πανανθρώπινη και από καταβολής κόσμου, όχι μόνον ως ένα ον που δημιούργησε τα πάντα και τα έβαλε να λειτουργούν τέλεια και αρμονικά, αλλά ως ένα ον που εξουσιάζει τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα και διασώζει τα πάντα. Κατά τον Παμπλέκη, η ιδέα του Θεού και η πίστη σε αυτόν είναι αρχαιοτάτη στον άνθρωπο, ανάγεται στην πρώτη ηλικία του κόσμου και ήταν τόσο αναγκαία για τη διάσωση τού ανθρώπου όσο ήταν και τα ισχυρά οχυρώματα των πόλεών του. Αυτή η βαθιά θρησκευτική πίστη του ανθρώπου είναι κατά τον Παμπλέκη πιθανόν αποτέλεσμα των μαθημάτων που έλαβε άμεσα από τον ίδιο τον Θεό. Μαζί, λοιπόν, με τα ίχνη των πρώτων ανθρώπων πάνω στη γη βρίσκουμε και τα πρώτα ίχνη της πίστης στο θείο. Με την πρόοδο του ανθρώπου όμως και την πληθώρα των διδασκαλιών και λεπτολογιών περί του Θεού άρχισαν οι παρανοήσεις και οι ανακρίβειες περί Αυτού. Αποτέλεσμα των διαρκών αναζητήσεων και συζητήσεων του ανθρώπου για την απάντηση του ερωτήματος για το τι εστί Θεός ήταν κατά τον Παμπλέκη η πληθώρα απόψεων περί Αυτού με αποτέλεσμα να οικοδομηθούν οι διάφορες θρησκείες και οι υπάλληλοί τους, καθώς και οι δεισιδαιμονίες, ενώ πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν να κηρύξουν και την αθεΐα.[28] Ο Παμπλέκης τονίζει σαφώς πως η καθαρότητα του θείου υπήρχε μόνον στους πρώτους, στους αρχαιότερους, φιλοσοφούντες, γεγονός το οποίο ήταν προϊόν της υπερφυσικής αποκάλυψης που έγινε στην πρώτη ηλικία της ανθρωπότητας. Στο Περί φιλοσόφου ο Παμπλέκης, συνοψίζοντας, τονίζει τη μοναδικότητα του Θεού και τις ιδιότητές του:

Α΄. Κύριον, ου τω κράτει υποκείμεθα, την μείζω πασών απόλυτον κυριότητα έχοντα εφ’ ημάς. Β΄. Συντηρητήν, ος την αυτώ προορισθείσαν τάξιν, εφ' ω πάντα συνεχώς υφίσταται, διατηρεί. Γ΄. Ευεργέτην, ος τω βουλήματι απάσας τας, ας απολαύομεν, ευτυχίας και αγαθότητι, ή της τελείας ευδαιμονίας απολαύειν ημάς καλεί, οφείλομεν. Δ΄. Νομοδότην, ος τη τε φύσει και τη των πραγμάτων σχέσει τους νόμους [...] Ε΄. Κριτήν τέλος της μεν αυτού υποδοχής παρεχόμενον αποδείξει τοις τους νόμους τηρούσι της φρονήσεως.[29]

 

Ο Παμπλέκης αποδέχεται, έστω και έμμεσα, κάποιες υλιστικές απόψεις, όμως αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πως είναι υλιστής, γιατί τελικά δέχεται την ύπαρξη Θεού ως αναγκαία και άπειρη ουσία που είναι ανεξάρτητη από κάθε εξωτερική αιτία. Αυτή η αναγκαία και άπειρη ουσία υπάρχει ως φυσική ανάγκη και ως αναγκαία κατηγορούμενά της έχει την έκταση και τον νου. Κατά τον Παμπλέκη, ο άνθρωπος είναι μοιραία απόρροια της αναγκαίας και άπειρης αυτής ουσίας και αναγκαστικά είναι λογικός και σοφός και, ως λογικός, έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να ερευνά τους καθολικούς νόμους που ρυθμίζουν τη δημιουργία των όντων, καθώς και όλες τις αντιλήψεις του γι’ αυτή. Επίσης, μπορεί να ερευνά και τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία των ανθρώπινων κοινωνιών.

Κατά τον Ακαρνάνα φιλόσοφο, η άρνηση του Θεού ως πρώτης αιτίας και η αναγωγή των πάντων σε μια τυφλή τύχη ανατρέπει την ηθικότητα των ανθρωπίνων πράξεων. Η αποδοχή μια τυφλής τύχης ως δημιουργού αιτίας ανατρέπει την ηθική τάξη και καταδικάζει τον άνθρωπο στην καθόλου αμφιβολία και τον οδηγεί στο να ανάγει σε σύστημα τη μαγεία, τη λατρεία του Θεού σε χρησμούς και κάνει τον ευσεβή δεισιδαίμονα και «ατοπώτατα φρονούντα». Ο Παμπλέκης, λοιπόν, δέχεται δύο είδη Θεότητας, την υπερφυσική, που έχει πηγή μόνον τη Θεία Αποκάλυψη και τη φυσική, τη γνώση της οποίας αποκτούμαι με τα φυσικά φώτα του νου μας και παράλληλα την καλλιεργούμε με την επιστήμη.[30]

Ο Παμπλέκης συμφωνεί με τον χωρισμό του άνθρωπου σε ύλη και πνεύμα ή σώμα και ψυχή. Σε αυτόν τον χωρισμό οδηγείται με βάση τη βολφιανή αντίληψη για την άψυχη και τη μηχανική φύση.[31] Η ψυχή κατά τον Ακαρνάνα φιλόσοφο είναΙ «η αρχή της τε ζωής και ενέργειας πάντων, όσα ζήν, ενεργείν, κινείσθαι, δοκεί, είτ’ εσωτερικώς, είτ’ εξωτερικώς, ή φαμέν, ως ζή και έμψυχα τυγχάνει», είναι «μεν, νοερά και ενεργητική τις ουσία, της καθ’ αυτήν καταστάσεως συνείδησιν έχουσα, βουλομένη και αισθανομένη».[32]

Δύο φορές μέσα στο έργο του Περί φιλοσόφου επαναλαμβάνει τον ορισμό του Wolff (σ. 24 και 301) για την ουσία (υπόσταση) στην αντίθεσή της προς την ύπαρξη. Όπως και ο Wolff, χωρίζει τη φιλοσοφία σε φυσική, ψυχολογία και θεολογία, με τις  δύο τελευταίες να αποτελούν την πνευματολογία. Ο τριπλός χωρισμός αντιστοιχεί στις τρεις υποδιαιρέσεις του όντος: ύλη, ψυχή, Θεός. Αυτές οι υποδιαιρέσεις του όντος αντιστοιχούν στις τρεις υποστάσεις του Καρτέσιου και τους τρεις κλάδους του Wolff και φανερώνουν συμπλοκή των απόψεών τους με του Παμπλέκη. Ο Παμπλέκης επικαλείται στη συνέχεια τον καθηγητή Berkeley, που υποστήριζε πως μπορούμε να αμφιβάλλουμε για την ύπαρξη των σωμάτων αλλά όχι των πνευμάτων. Έτσι, επαινεί τον Καρτέσιο ως δημιουργό πρόσθετων επιχειρημάτων για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.

Ο Παμπλέκης υιοθετεί τη νοησιαρχία του Wolff, την πειραματική φιλοσοφία και τον αγνωστικισμό χωρίς να διερωτάται πώς μπορούν αυτά να συμβιβαστούν λογικά και χρησιμοποιεί τον αγνωστικισμό για να αντικρούσει τον υλισμό. Ομολογεί την άγνοιά του ως προς τον οντολογικό χαρακτήρα του πνεύματος, με σκοπό όμως να προκαλέσει σε μια ανάλογη άρνηση της ύλης από τους υλιστές. Αν όμως το πνεύμα και η ύλη είναι εξίσου άγνωστα ως υποστάσεις, δεν παύουν να είναι εξίσου δυνατές επιλογές.[33] Στη συνέχεια, στην πολεμική του εναντίον των υλιστών, επικαλείται την άποψη του Berkeley σύμφωνα με την οποία μπορούμε να αμφιβάλουμε για την ύπαρξη των υλικών σωμάτων, όχι όμως και για την ύπαρξη των σωμάτων.[34]

Το πνεύμα ορίζεται από τον Παμπλέκη ως ουσία ιερή και ευεργετική για τον νου, ως αίσθηση και ενέργεια, ιδιότητες που απουσιάζουν από την ύλη, η οποία όμως ενεργοποιείται από το πνεύμα. Αυτή η οντολογική κατοχύρωση του πνεύματος αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού ως υπέρτατο πνεύμα και πως η ιδέα του Θεού είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Ο Καρτέσιος παρουσιάζεται από τον Παμπλέκη ως υπερασπιστής της οντολογικής αυτοτέλειας του πνεύματος: «την των αληθειών πρώτην, η φήσιν ο Καρτέσιος, αρχ. Φιλοσ. Μερ. 1§ 7.8: ην μη ομολογείν ουκ αν δυναίμεθα».[35]

Η ύλη, ως έχουσα γήινη υπόσταση, υπόκειται στη φθορά και εν τέλει στον θάνατο. Ο άνθρωπος, αποτελούμενος και από ύλη, έχει γήινες ανάγκες και αδυναμίες, οι οποίες πολλές φορές στέκονται εμπόδιο στην προσπάθειά του να επιτύχει την αιώνια ζωή. Σε αντίθεση με την ψυχή, η ύλη έχει έκταση, είναι διαιρετή και υπόκειται στη φθορά. Το πνεύμα και η ύλη είναι για τον Παμπλέκη αντίστοιχα το ίδιο με την ηθική και τη φύση: «διαφέρει δε των φυσικών ως ενέργειαν τινα παρ’ εαυτών ουδεμίαν προβάλλοντα, αλλά των αιτιών μόνον οργανικά όντα, κατάστασιν μη μεταβάλλοντα, πλην ειμή εξωτερική ωθήσει» και «τα φύσει παριστάμενα τ’ αυτού πνεύματι ζώντα ίχνη των προχείρων και αθρόων ιδεών, όσας οράν ηνωμένας».[36]

Η αναμφισβήτητη ύπαρξη του Θεού, κατά τον Παμπλέκη, συνηγορεί υπέρ της αθανασίας της ψυχής. Επειδή η ψυχή δεν αποτελείται από ύλη, αλλά είναι ένα ον απλό, αδιαίρετο, ανώλεθρο και άφθαρτο, για αυτό είναι ακριβώς αθάνατη. Η αθανασία είναι προνόμιο της ψυχής «ω κατά συνέχειαν τε και αϊδίως, μετά την του περί ταύτην σώματος ανάλυσιν, ζην κεκοσμήται η ψυχή. Ίνα της ωφελίμου ταύτης ύλης το δυνατόν και μείζον φως κατασκεσασθή».[37] Κατά τον Παμπλέκη, αν θεωρήσουμε την ψυχή ως θνητή είναι σαν να θεωρούμε τον Θεό άδικο και να αποδεχόμαστε πως η αθλιότητα και η κακοδαιμονία του ανθρώπου μπορεί να βρει τη γιατρειά της πάνω σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Ο άνθρωπος ζει με την ελπίδα της αθανασίας της ψυχής του και προσπαθεί να επιτύχει την αιώνια και ατάραχη ζωή.[38]

Η αθανασία, λοιπόν, είναι «προνόμιον» του πνεύματος. Δια μέσω του πνεύματος ο άνθρωπος βιώνει τη φύση και τις αφηρημένες έννοιες και η καλλιέργειά του, σε συνδυασμό με την αρετή, θα τον καταστήσει ικανό να την αιώνια ζωή κοντά στο θείο. Ο Παμπλέκης δέχεται τη φιλοσοφία ως επιστήμη του δυνατού, το οποίο, στην καθαρή και ελεύθερη από κάθε αντίθεση καθαρότητα της νοητικής του σύλληψης, βρίσκεται πάνω από τις ατέλειες και αντιφάσεις του πραγματικού.[39]

 

Επίλογος

Το φιλοσοφικό έργο του Παμπλέκη αποτελεί μια εισαγωγή στην επιστήμη της φιλοσοφίας και στις θετικές επιστήμες, αφού παρουσιάζει τις φιλοσοφικές απόψεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, καθώς και τις επιστημονικές εξελίξεις στον χώρο των φυσικών επιστημών.  Είναι ολοφάνερο πως οι θέσεις του για τη φυσική είναι σύμφωνες με τις θέσεις των φυσικών της ατομικής θεωρίας και τις θέσεις του Newton, δηλαδή, την αρχή της αδράνειας, τη σχέση δράσης και αντίδρασης και τη σχέση της κινητικής αιτίας της με την κινητική μεταβολή.[40] Ο Παμπλέκης υποστηρίζει τη θέση του Newton σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι συνεχώς μειούμενη στη φύση: «η της κινήσεως ποσότης αεί μειούται».[41] Ο Παμπλέκης επιδοκιμάζει τη δυαρχία της καρτεσιανής μεταφυσικής, όμως αυτό δεν σημαίνει πως υιοθέτησε συστηματικά την καρτεσιανή μεταφυσική, αυτό άλλωστε θα ήταν ασυμβίβαστο με την απόρριψη της φυσικής του Καρτέσιου, όπως είδαμε παραπάνω. Από τη μεταφυσική του Καρτέσιου ο Παμπλέκης επιδοκιμάζει τη δυαρχική της δομή, ενώ αποκρούει συγκεκριμένες μεταφυσικές του θέσεις.[42]

Ως φιλόσοφος ο Παμπλέκης εντάσσεται στη δεύτερη γενιά των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και εμφανίζεται πιο ριζοσπαστικός, ίσως και ανατρεπτικός, στις θεολογικές του απόψεις και για αυτό πλήρωσε και το ανάλογο τίμημα. Βέβαια, κατά κοινή παραδοχή, το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ήταν σαφώς επηρεασμένο σημαντικά από το νεωτερικό ευρωπαϊκό φιλοσοφικό πνεύμα, όμως δεν κατόρθωσε στον ελλαδικό χώρο να εκδηλωθεί σε όλες του τις διαστάσεις. Βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες ήταν οι περιορισμοί που έθεταν οι άρχουσες τάξεις, ο κλήρος και ο κατακτητής, γιατί, εκτός από νεωτεριστικό πνευματικό κίνημα, πρόβαλε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα και κατά συνέπεια ευαγγελιζόταν αλλαγές στις κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις και είχε πολιτικούς-εθνικούς οραματισμούς. Είναι αλήθεια πως οι αντιδράσεις της Ανατολικής Εκκλησίας ενάντια στις νεωτερικές, προερχόμενες από τη Δύση, φιλοσοφικές απόψεις ήταν πολλές και έντονες. Αυτό εξηγεί και το γεγονός πως προσπάθειες σαν αυτές του Παμπλέκη δεν θα μπορούσαν στην παρούσα χρονική στιγμή να βρουν πολλούς υποστηρικτές. Την εποχή αυτή –τέλη του 18ου αι.– ο Ελληνισμός, και κυρίως ο λόγιος, δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις του με την επίσημη Εκκλησία, τη στιγμή που ήταν απαραίτητη η βοήθειά της για την πνευματική και ιδεολογική προετοιμασία του Γένους ώστε να καταστεί από μόνο του ικανό να αποτινάξει τα δεσμά και να αποκτήσει εθνική πολιτική οντότητα.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]     Η Αθωνιάδα Ακαδημία είχε ιδρυθεί το 1749 σε λόφο ανατολικά της Μονής Βατοπεδίου και πρώτος σχολάρχης της διετέλεσε ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης. Γεώργιος Ι. Ζαβίρας, Νέα Έλλάς ή Ελληνικόθέατρον, Αθήνα 1872, σ. 553, βλ. Γεώργιος Μπαρμπαρούσης, Μπαμπίνη Αιτωλοακαρνανίας, Ίαμβος, Αθήνα 2009, σ. 90 και του ίδιου Νεοελληνικός Διαφωτισμός και Χριστόδουλος Παμπλέκης, Ίαμβος, Αθήνα 2021, σ. 51.

[2]     Η γαλλοϊταλική έκδοση τυπώθηκε από τον Amand Konig στο Strasbourg σε μικρό μέγεθος (περ. 14Χ8 cm, 295 σ.)

[3]     Ε. Νικολαΐδης, Δ. Διαλέτης, Η. Αθανασιάδης, Τυπολογία των βιβλίων των θετικών και φυσικών επιστημών του προεπαναστατικού αιώνα (1700-1821), (Τετράδια εργασίας 8), Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 1986, σ. 25, αρ. καταλ. 22. · Γιάννης Καράς, Η εξέλιξη των φυσικών-θετικών επιστημών και το περίγραμμα της παιδείας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αθήνα, [χ.ε.], 1981, σ. 195, αρ. καταλ. 57 · Γιάννης Καράς, Οι φυσικές-θετικές επιστήμες στον Ελληνικό 18ο αιώνα, Gutenberg, Αθήνα 1977, σ. 85 και πιν. Α 28 · Γιάννης Καράς, Γιώργος Βλαχάκης κ.ά., Ιστορία και φιλοσοφία των επιστημών στον ελληνικό χώρο (17ος-19ος αι.), Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 640 και 665.

[4]     Φίλιππος Ηλιού, «Η σιωπή για τον Χριστόδουλο Παμπλέκη», Τα Ιστορικά, τ. 2 (1985), σ. 309.

[5]     Νικήτας Σινιόσογλου, Αλλόκοτος Ελληνισμός, Κίχλη, Αθήνα 2006,  σ. 162, 239.

[6]     Τ. Βουρνάς, Ελληνογαλλικά, Ε.Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1990, σ. 97.

[7]     Χριστόδουλος Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών, Βιέννη 1786, σ. 29-31.

[8]     Γιάννης Καράς, Η έννοια της ύλης στη νεοελληνική φιλοσοφία , Τροχαλία, Αθήνα 1997, σ. 73-74.

[9]     Γ. Καράς, Η έννοια… ό.π., σ. 30-31 · Χρ. Παμπλέκης, Περί Φιλοσόφου…, ό.π., σ. 86, 95-96, 100, 301-302, 321.

[10]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 282, 292, 31-35 .

[11]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 73, 86, 95, 103, 108, 288, 292, 301 και 321 · Γιάννης Καράς, Γερμανικές επιδράσεις των χρόνων της νεοελληνικής αναγέννησης, Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης «Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα», Αθήνα 1993, σ. 124-125.

[12]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 108-109.

[13]   Παναγιώτης Νούτσος, «Χριστόδουλος ο εξ Ακαρνανίας και Encyclopedie: προδρομική ανακοίνωση», Ο Ερανιστής, τ. 17 (1981), σ. 13-24 · Γιάννης Καράς, Γερμανικές…, ό.π., σ. 162.

[14]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 100. · Γ. Καράς, Η έννοια…, ό.π., σ. 46 · Γ. Καράς, Γερμανικές επιδράσεις…, ό.π., σ. 129-130.

[15]   Διογένης ο Λαέρτιος, Άπαντα, Β. Μανδηλάρας, Αθήνα, 1994, VII, 136.

[16]   Χρ. Παμπλέκης, Περί Φιλοσόφου…, ό.π., σ. 83-85, 185-186, 202-204, 336.

[17]   Ό.π., σ. 339.

[18]   Ό.π., σ. 73-74.

[19]   Ό.π., σ. 23, 26, 28, 46-50, 92, 318-319, 332, 383.

[20]   Ό.π. , σ. 113.

[21]   «Αύξησιν, ή μείωσιν, πάσχοντα ουδεμίαν, ως εν παντί καιρώ και περιστάσει αεί ταύτα… αύξησης γενήν, ή μειώσεως, ουδέν ήττον αύται δεκτικαί, κατά τας των περί ταύτας διαστημάτων διαφόρους σχέσεις», στο ίδιο, σ. 31, 33, 38-39, 72-95, 387.

[22]   Ό.π., σ. 31. 103, 108, 288, 292, 533. βλ. και Γιάννης Καράς, Γερμανικές…, ό.π., σ. 181.

[23]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 31, πρβλ. Χρ. Παμπλέκης, Η Αληθής…, ό.π., σ. 122-125 υποσ.

[24]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 163 κ. εξ.

[25]   Στο ίδιο,  σ. 310, 369-370.

[26]   Γιάννης Καράς, Η έννοια…, ό.π., σ. 73-74.

[27]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 385.

[28]   Ό.π., σ. 371.

[29]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 411-412 και σ. 34-36.

[30]   Παναγιώτης Κονδύλης, Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σ. 89-107.

[31]   Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 285, 290-292, όπου παρουσιάζει την κοσμολογία του Wolff.

[32]   Ό.π.,  σ. 318-319, 332 και 383.

[33]   Ό.π., σ. 339-340.

[34]   Ό.π. σ. 336.

[35]   Ό.π., σ. 355, βλ. και 384-385.

[36]   Ό.π., σ. 287 και 10.

[37]   Ό.π., σ. 349.

[38]   Ό.π., σ. 359.

[39]   Χρ. Παμπλέκης, Περί Φιλοσόφου…, ό.π., σ. 549.

[40]   «Η του σώματος τινός κίνηση ξυμβαίνουσα μεταβολή, αναλόγος αεί επί τούτο ενεργούσα κινητική δυνάμει», Χρ. Παμπλέκης, Περί φιλοσόφου…, ό.π., σ. 226-227. Βλ. και Σωτήρης Φουρνάρος, Η πειραματική φιλοσοφία κατά τον Άνθιμο Γαζή, Τραυλός, Αθήνα 2009, σ. 199-200.

[41]   Ό.π., σ. 233-234.

[42]   Ό.π., σ. 371. Βλ. Σωτήρης Φουρνάρος, Η πειραματική…, ό.π., σ. 197.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βουρνάς Τ., Ελληνογαλλικά, Ε.Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1990

Δημαράς Κ.Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 1989.

Διογένης ο Λαέρτιος, Άπαντα, εκδ. Β. Μανδηλάρας, Αθήνα, 1994.

Δυοβουνιώτης. «Αι εν τη ερμηνεία της Αποκαλύψεως». Θεολογία, τομ. ΚΔ΄ (1953)

Ζαβίρας Γ.Ι., Νέα Έλλάς ή Ελληνικό θέατρον. Αθήνα, 1872 (Ανατύπωση: επιμέλεια Ιάσων Αθ. Γριτσόπουλου. Αθήνα, Εταιρεία Μακεδονικών σπουδών 1972).

Ηλιού Φίλιππος, «Η σιωπή για τον Χριστόδουλο Παμπλέκη», Τα Ιστορικά, τ. 2, τευχ. 4 (1985).

Καράς Γ., Βλαχάκης Γ. κ.ά., Ιστορία και φιλοσοφία των επιστημών στον ελληνικό χώρο (17ος-19ος αι.), Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.

Καράς Γ., Γερμανικές επιδράσεις των χρόνων της νεοελληνικής αναγέννησης, Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης, Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα 1993.

Καράς Γ., Η έννοια της ύλης στη νεοελληνική φιλοσοφία, Τροχαλία, Αθήνα1997.

Καράς Γ., Η εξέλιξη των φυσικών-θετικών επιστημών και το περίγραμμα της παιδείας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, [χ.ε.], Αθήνα 1981.

Καράς Γ., Οι φυσικές-θετικές επιστήμες στον Ελληνικό 18ο αιώνα, Gutenberg, Αθήνα 1977.

Κιτρομηλίδης Πασχ. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.

Κονδύλης Παν., Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1988.

Κορδάτος Γ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, 1962.

Κουρνούτος Γ., Οι Λόγιοι της Τουρκοκρατίας. Αθήνα, 1956.

Κωσταράς Γρηγόριος, Φιλοσοφική Προπαιδεία. Αθήνα, 1994.

Μπαρμπαρούσης Γεώργιος, Νεοελληνικός Διαφωτισμός και Χριστόδουλος Παμπλέκης, Ίαμβος, Αθήνα 2021.

Μπαρμπαρούσης Γεώργιος, Μπαμπίνη Αιτωλοακαρνανίας, Ίαμβος, Αθήνα 2009.

Νικολαΐδης Ε., Διαλέτης Δ., Αθανασιάδης Η. Τυπολογία των βιβλίων των θετικών και φυσικών επιστημών του προεπαναστατικού αιώνα (1700-1821), (Τετράδια εργασίας 8), Αθήνα, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 1986,

Νούτσος Π., «Χριστόδουλος ο εξ Ακαρνανίας και Encyclopedie: προδρομική ανακοίνωση» Ο Ερανιστής, τ. 17 (1981).

Παμπλέκης Χριστόδουλος, Αληθής Πολιτική. Βενετία, 1781.

Παμπλέκης Χριστόδουλος, Απάντησις ανωνύμου προς τους άφρονας αυτού κατηγόρους, Λειψία, 1793.

Παμπλέκης Χριστόδουλος, Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών, Βιέννη, 1786.

Σινιόσογλου Νικήτας, Αλλόκοτος Ελληνισμός, Κίχλη, Αθήνα 2016.

Φουρνάρος Σωτήρης, Η πειραματική φιλοσοφία κατά τον Άνθιμο Γαζή, Τραυλός, Αθήνα, 2009.