του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΡΛΑ
Ο Θεός Πατέρας είναι ο πρώτος προσδιορισμός στο σύμβολο της Πίστεως και η πιο γνωστή ιδιότητα του Θεού: «Πάτερ ημών». Κατ’ αντιστοιχία, ωστόσο, των διάστροφων εκδοχών του εν σαρκί πατέρα, πολλοί θεωρούν τον επουράνιο ως:
- «πατέρα αφέντη», ο οποίος είναι ανταγωνιστής της ελευθερίας μας (ο Σαρτρ έλεγε «Δεν υπάρχει Θεός, είμαι ελεύθερος») και ωθούνται σε μια σχέση υποταγής.
- Πατέρα-δικαστή και νομοθέτη, στην επικράτεια μιας νομικής και δυναστευτικής σχέσης. Πάλι ο Σαρτρ έλεγε, «Δεν υπάρχει καλός πατέρας, αυτό είναι κανόνας» («il n’ pas de bon pere c’ est la regle»).[1] « Ένας πατέρας θα με είχε παραφουσκώσει με ανυποχώρητες εμμονές· διαπλάθοντας τις αρχές μου από τις διαθέσεις του, τη γνώση μου από την άγνοιά του, την περηφάνια μου από τις μνησικακίες του, τον νόμο του από τις μανίες του, θα είχε ενδημήσει εντός μου… […] Πριν από λίγες μέρες, στο εστιατόριο, ο γιος του εστιάτορα, ένα αγοράκι επτά ετών, φώναζε στον ταμία: “όταν ο πατέρας μου λείπει, το αφεντικό είμαι εγώ”. Αυτός είναι άνδρας… […] Ο Θεός θα με απάλλασσε από τον κόπο: θα γινόμουν υπογεγραμμένο αριστούργημα· βέβαιος ότι συμμετείχα στη συναυλία του σύμπαντος, θα περίμενα υπομονετικά να μου αποκαλύψει τα σχέδιά Του και την αναγκαιότητά μου. Διαισθανόμουν τη θρησκεία, την προσδοκούσα, ήταν το αντίδοτο. Αν μου την είχαν αρνηθεί, θα την είχα εφεύρει εγώ ο ίδιος. Δεν μου την αρνήθηκαν: αναθρεμμένος με την καθολική πίστη, έμαθα ότι ο Παντοδύναμος με είχε πλάσει για τη δόξα Του: ήταν περισσότερο από ό,τι τολμούσα να ονειρευτώ. Στη συνέχεια όμως, μου δίδαξαν τον fashionable Θεό, δεν αναγνώρισα τον Θεό που προσδοκούσε η ψυχή μου: χρειαζόμουν έναν Δημιουργό και μου προσέφεραν ένα Μεγάλο Αφεντικό· αυτοί οι δύο ήταν το ίδιο, αλλά το αγνοούσα· υπηρετούσα δίχως θέρμη το φαρισαϊκό Είδωλο, και το επίσημο δόγμα με απέτρεπε να αναζητήσω τη δική μου πίστη» (ό.π.).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο νεαρός Σαρτρ κάπως έτσι σαν τον άσωτο της παραβολής σκεπτόταν απέναντι στον πατέρα του και απέναντι στον Θεό. Η εφηβική αμφισβήτηση, που όπως θα έλεγε ένας ψυχαναλυτής πρόκειται για την αφύπνιση του λανθάνοντος οιδιποδείου ωθεί τον άνθρωπο σε πατροκτονία-Θεοκτονία, για να θυμηθούμε και τον Νίτσε.
Ο άσωτος, λοιπόν, επαναστατεί εναντίον του πατέρα, νιώθει ότι ασφυκτιά στο πατρικό σπίτι, διεκδικεί την αυτονομία του, εντέλει φεύγει. Το ταξίδι για τον μοντέρνο άνθρωπο δεν είναι απλά μια περιπλάνηση με κέντρο την πατρίδα, ό,τι νιώθει κανείς τέλος πάντων ως πατρίδα. «Στον μηχανισμό της μοντέρνας κοινωνίας το ταξίδι γίνεται φυγή, μια βίαιη διάρρηξη ορίων και δεσμών».[2] Ο σύγχρονος άνθρωπος ανακαλύπτει ότι ο κόσμος δεν έχει κάποια σταθερότητα, πολύ περισσότερο δεν έχει μονιμότητα, το ίδιο κι ο εαυτός. Δεν υπάρχει ενότητα και ταυτότητα, όλα αλλάζουν, όλα θρυμματίζονται. Δεν υπάρχει εστία εντέλει. Ο μικρότερος γιος νιώθει ότι δεν έχει κάποιο χρέος απέναντι στον πατέρα, πιθανότατα και σε κανέναν άλλον, δεν λογοδοτεί, βιάζεται ταξιδέψει, ήγουν να φύγει. Είναι σαν να ήρθε στον κόσμο μόνος του, σαν να φύτρωσε χωρίς να τον σπείρει κανείς, εντέλει σαν να είναι θεός. Διεκδικεί τη δική του μοίρα. Ο μοντέρνος άνθρωπος δεν ακολουθεί νόρμες, το νόημα της ζωής του το καθορίζει ο ίδιος, δεν δέχεται κάτι (προ)τετελεσμένο. Ζει σαν να μην υπάρχει σπίτι, σα να μην υπάρχουν ρίζες. Οι ρίζες γενικά τον παραπέμπουν σε κάτι πρωτόγονο, πόσο μάλλον η έκφραση «επιστροφή στις ρίζες». Ο άσωτος λέει «Δώσε μου!». Εδώ, δεν είναι ο πατέρας που απαιτεί κάτι από το παιδί του, αλλά είναι το παιδί που απαιτεί τα πάντα από τον πατέρα.[3] Και μάλιστα δεν του εξηγεί γιατί απαιτεί την κληρονομιά, ούτε σκέφτεται να λογοδοτήσει για το τι θα την κάνει ή αν πρόκειται να την κατασπαταλήσει. Αντιστροφή των όρων σε σχέση με προηγούμενες εποχές όπου ο πατέρας έβαζε όρια, απαιτούσε, ζητούσε εξηγήσεις ή/και τιμωρούσε. Σημειώνω πάντως ότι στην παραβολή των ταλάντων ο Θεός ζητάει λογαριασμό για το τι έπραξε ο καθένας με τα τάλαντα που έλαβε από τον κύριό του. Στο ευαγγέλιο βρίσκουμε μεν τον Θεό-πατέρα να συγχωρεί τον άσωτο, να είναι επιεικής και μαλακός, αλλά ο ίδιος Θεός αλλού είναι πολύ πιο απαιτητικός.
Η παραβολή μιλάει κατεξοχήν για τον άνθρωπο της νεωτερικότητας ή και της μετανεωτερικότητας. Ο μοντέρνος άνθρωπος δεν αισθάνεται ότι ανήκει πουθενά, είναι άνθρωπος της περιπλάνησης. Και τα δύο είναι βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ζωής και δεν πρέπει να τα δούμε απομονωμένα. Χρειάζονται και τα δύο. Εδώ, ο άσωτος δεν αναγνωρίζει καμιά καταγωγή, κανένα όριο, έχει θράσος. Θέλει την κληρονομιά, φαίνεται ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν, δεν είναι τόσο χωρίς ρίζες όσο νομίζει ή θα ήθελε, αλλά αυτή την κληρονομιά νομίζει ότι τη δικαιούται, την απαιτεί και δεν σκοπεύει να τη χρησιμοποιήσει δημιουργικά ή να την ανακτήσει. Δεν μπαίνει δηλαδή στον κόπο της ανάκτησης, φέρει την κληρονομιά μαζί του, όχι όμως μέσα του, δεν αναρωτιέται τι είναι αυτή η κληρονομιά και πώς την απέκτησε ο πατέρας του, αυτός που δίνει εν πάση περιπτώσει την κληρονομιά. Γι’ αυτό και τη σπαταλά. Η κληρονομιά δεν παραπέμπει σε κανένα καθήκον, εντέλει θυσιάζεται στον βωμό της απόλαυσης. Ο πατέρας κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να διευκολύνει την απόλαυση του παιδιού – το παιδί θεωρείται σήμερα άλλωστε επιτυχημένο όσο απολαμβάνει και όσο η απόλαυση διαρκεί. Ο γονιός για να καταλάβει το παιδί νομίζει ότι πρέπει να του αφαιρέσει από τη ζωή κάθε εμπόδιο:
Το ζητούμενο είναι να απαλλαγούμε άμεσα από τον πατέρα νοούμενο ως ένα ανυπόφορο όριο στην ελευθερία μας και στην απεριόριστη θέλησή μας για απόλαυση. Η εποχή μας, υπό αυτή την έννοια, είναι μια εγγενώς πατροκτόνος εποχή. Αν η μορφή του πατέρα είναι κυρίως εκείνη η μορφή που διαφυλάσσει την έννοια του αδύνατου, σήμερα η κυρίαρχη κοινωνική προσταγή διακηρύσσει, ενάντια σε κάθε πατέρα, ότι όλα είναι δυνατά, διακηρύσσει μια ελευθερία που απορρίπτει κάθε εμπειρία του ορίου και της έλλειψης.[4]
Ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής είναι, αντίθετα, ο υπάκουος γιος, που φαίνεται ωστόσο να συνθλίβεται μέσα στην υπερβολή της υπακοής, όσο συνθλίβεται και ο άσωτος στην υπερβολή της ανυπακοής. Και οι δύο γιοι κάνουν την ίδια εκτίμηση ως προς τον πατέρα τους: νομίζουν ότι ο νόμος του πατέρα περιορίζει την ελευθερία τους. Έτσι, ο πρώτος δραπετεύει από το σπίτι και ο δεύτερος δυσανασχετεί έντονα αφού η παραμονή του στο σπίτι και η εφαρμογή των νόμων δεν φαίνεται να του προσέφεραν κάτι. Νιώθει ματαιωμένος και ανελεύθερος χωρίς όφελος. Μάλιστα σε μια λογοτεχνική εκδοχή της παραβολής ο μεγαλύτερος γιος μαλώνει τον άσωτο που επέστρεψε απροσδόκητα στο σπίτι και τη νύχτα πηδά από το παράθυρο και φεύγει εκείνος. Και οι δύο συγχέουν τον Νόμο με τη στέρηση της ελευθερίας. Το παιδί βέβαια πρέπει να φύγει από τον περίβολο της οικογένειας. Η οικογένεια όμως εξακολουθεί να υπάρχει, δεν εξαερώνεται, η κληρονομιά δίνεται στο παιδί, όχι όμως σαν θηλιά που στραγγαλίζει αλλά σαν δωρεά που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Ο πατέρας της παραβολής, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει στη συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά πολύ με τον σύγχρονο πατέρα. Δεν φαίνεται να αντιδρά, να υπενθυμίζει τους νόμους και τους κανόνες του σπιτιού, να ρωτά με ποια αξίωση απαιτεί ο νεαρός την κληρονομιά, δεν επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπουν οι νόμοι της εποχής απέναντι στην απείθεια του γιου κοκ. Δεν είναι πλέον ο πατέρας-θεμέλιο, αυτός που εγγυάται για τη ζωή του παιδιού, δεν συνδέεται η ύπαρξή του με τον Νόμο, δεν μπορεί να βάλει όρια. Αν ξεφύγουμε λίγο από τον πατέρα της παραβολής, που μας παραπέμπει στον Θεό, ο σύγχρονος πατέρας όντως έχει χάσει την εξουσία-αυθεντία που είχε, αυτό το έχει αποδεχτεί, και έτσι προσπαθεί να είναι αρεστός στα παιδιά του, να είναι φίλος τους, να τους κάνει τα χατίρια για να τον αποδεχτούν. Ντύνεται σαν τα παιδιά του, διασκεδάζει σαν αυτά, θέλει να τους μοιάσει – σε μια εποχή γενικότερα όπου η νεότητα λατρεύεται και είναι σαν μαγικό ξόρκι όπου πάνω του συντρίβονται όλοι οι φόβοι. Ο πατέρας θα μπορούσε να ρωτήσει γιατί λ.χ. απαιτεί την κληρονομιά προτού μάλιστα πεθάνει ο ίδιος ή τι θα την κάνει την κληρονομιά κοκ. Δεν ρωτάει είτε γιατί δεν περιμένει κάποια συνεννόηση με το παιδί του είτε γιατί αυτό θα τον ρωτήσει «Γιατί όχι;», και καμιά απάντηση εδώ δεν μοιάζει ικανοποιητική. Ο πατέρας λοιπόν λέει ναι, θα έλεγε κανείς όπως οι σύγχρονοι γονείς λένε πάντα «ναι» για να γίνουν αγαπητοί. Ακόμα κι αν υπάρχει διάλογος για ένα ζήτημα μεταξύ γονιού και παιδιού, αυτός καταλήγει στην ικανοποίηση του αιτήματος του παιδιού υπό το πρόσχημα του «δημοκρατικού διαλόγου» που προηγήθηκε. Ακόμα όμως κι αν όλα τα αιτήματα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, το παιδί δεν μένει ποτέ ευχαριστημένο.
Ο πατέρας που κάνει όλα τα χατίρια, ωστόσο, αποσυνδέει στην πραγματικότητα την επιθυμία από τον Νόμο ενώ πρέπει να πετύχει το αντίθετο: να καταλάβει το παιδί ότι ο Νόμος είναι απαραίτητος για την πραγμάτωση της επιθυμίας. Ότι ο Νόμος υπόσχεται μια δωρεά, έχει προοπτική. Δεν είναι εύκολο ασφαλώς, διότι ο πατέρας μπορεί και να μείνει μόνο στην τήρηση του Νόμου χωρίς καμιά υποσχόμενη δωρεά, άνευ προοπτικής, οπότε ο Νόμος βιώνεται εδώ σαν φυλακή. Απορρίπτοντας όμως ολότελα τον Νόμο ξεκινάμε μια πορεία ανεξέλεγκτη που οι ψυχολόγοι την ταυτίζουν με μια ενόρμηση θανάτου.
Ο πατέρας της παραβολής, ωστόσο, δεν ενεργεί με σκοπό να κολακέψει το παιδί, να υφαρπάξει την αποδοχή του, να του κάνει τα χατίρια αρκεί να είναι αυτό ευχαριστημένο. Θα μπορούσε να επιβάλλει τον Νόμο, πλην τον αναστέλλει χωρίς να τον καταργεί. Κάνει μια εξαίρεση, λέει πάλι ο Ρεκαλκάτι, χάριν του παιδιού. Η επιθυμία για ταξίδι είναι ταυτισμένη με τη νεότητα και παίρνει συχνά τη μορφή της βίαιης διάρρηξης δεσμών. Ξέρει ότι για να ωριμάσει το παιδί χρειάζεται να το αφήσει να περιπλανηθεί. Ο πατέρας δεν είναι δυνατόν να αγνοεί τη σημασία τού ανήκειν, ωστόσο δεν μπορεί παρά να το αφήσει να φύγει, με την υποψία ότι μπορεί να χαθεί, να μη γυρίσει ποτέ. Η λύση τού να το φυλακίσει στο σπίτι δεν οδηγεί παρά σε μια τελεσίδικη καταστροφή. Ο πατέρας αντιλαμβάνεται ότι το παιδί ερμηνεύει τον ίδιο και τον Νόμο ως βάρος και καταπίεση και αν επέμενε να τον εφαρμόσει απλώς θα οδηγούσε στον εκφυλισμό τόσο τον ίδιο όσο και τον Νόμο που εκπροσωπεί. Ο νόμος δεν καταργείται ποτέ, πλην ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε για τον νόμο αλλά ο νόμος για τον άνθρωπο. Ο Νόμος φτιάχτηκε όχι για να καταπιέζει αλλά για να ενδυναμώνει τη ζωή, τα όρια και οι κανόνες δεν εμποδίζουν τη χαρά αλλά τη διευρύνουν. Ένα γήπεδο χωρίς όρια, λέει κάποιος στοχαστής, είναι χωράφι. Και στο χωράφι δεν μπορεί να παίξει κανείς. Αυτά τα γνωρίζει ο πατέρας, αλλά δεν μπορεί να τα επιβάλλει. Πρέπει το παιδί να περιπλανηθεί και να αναζητήσει ενδεχομένως το ίδιο τη χρεία του Νόμου. Προς το παρόν, βλέπει τον πατέρα και τον Νόμο ως εμπόδιο στην αυτοπραγμάτωση και την ευτυχία του. Βλέπει τον Νόμο ως τρομοκρατία και ως ένα μέσο για να επιβάλλει ο Θεός-πατέρας την παντοκρατορία του. Στην πραγματικότητα, αρνούμενος τον Νόμο και επιδιώκοντας την απόλυτη ελευθερία του, καταντά σκλάβος. Τρέφεται με την τροφή των γουρουνιών. Ο πατέρας ενεργεί πάντως σοφά, αφού αναστέλλει τον Νόμο έως ότου καταλάβει ο γιος (χωρίς να είναι βέβαιο κάτι τέτοιο) τη σύνδεση του Νόμου με την επιθυμία, με την ελευθερία και τη χαρά. Το παιδί για τον πατέρα, δεν είναι ιδιοκτησία, δεν είναι όμηρος μιας άρρωστης αγάπης που θέλει να σώσει το παιδί με κάθε τρόπο. Δεν απαιτεί, αλλά αναμένει. Η συγχώρεση φανερώνει τον νέο Νόμο, που δεν είναι άλλος από τον Νόμο της αγάπης.
Ο πατέρας, λοιπόν, είναι ο πατέρας της συγχώρεσης. Δεν εφαρμόζει τον Νόμο από αγάπη και σεβασμό προς το παιδί, ξέροντας ότι ο Νόμος πρέπει να υπηρετεί τη ζωή και όχι το αντίστροφο. Ο νόμος δεν είναι η αναπότρεπτη μοίρα που πρέπει να εκπληρωθεί πάση θυσία. Έτσι το παιδί ενώ είχε χαθεί ξαναβρέθηκε, η ζωή ξεκίνησε πάλι, αναγεννήθηκε. Το παιδί ξαναγύρισε και αγαπήθηκε όντας χαμένο, δεν γύρισε σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μη χάθηκε ή να μην έφυγε (περασμένα, ξεχασμένα), αλλά αγαπήθηκε ως αυτός που έφυγε και χάθηκε, αλλά νά είναι πάλι εδώ. Ο Πατέρας συγχωρεί χωρίς να χρειάζεται να ξεχάσει ό,τι έγινε. Η συγχώρεση δεν συνεπάγεται λήθη, σαν να πρέπει να πάθει αμνησία κάποιος για να συγχωρέσει. Ο Πατέρας είναι ο ίδιος με αυτόν που άφησε, αλλά τώρα μόνο τον βλέπει στις πραγματικές του διαστάσεις και δεν θα ήταν δυνατόν να το πετύχει αυτό παρά μόνο αν έφευγε μακριά του. Χρειαζόταν να σπάσει τους δεσμούς μαζί του, για να μπορέσει να τον εκλάβει με μεγαλύτερη αυθεντικότητα. Η φυγή ασφαλώς δεν είναι χωρίς κινδύνους. Αν ο άσωτος έμενε περισσότερο χρόνο μακριά από τον πατέρα, αν δεν είχε απαιτήσεις από το ταξίδι και τη ζωή του, θα ξεχνούσε τα χνάρια που άφησε πίσω του, δεν θα θυμόταν ότι κάποτε ήταν καλύτερα στο σπίτι του πατέρα του. Δεν είχε αφεθεί λοιπόν, είχε μέσα του το στοιχείο του πολεμιστή, κουβαλούσε μέσα του και την προηγούμενη ζωή του. Ο άσωτος είχε φύγει αλλά δεν είχε ξεχάσει και την άλλη πλευρά των συνόρων που άφησε πίσω του. Τι θα γινόταν όμως αν μετά από καιρό τα ξεχνούσε;
Εν κατακλείδι, και σε σχέση με όσα ήδη ειπώθηκαν, μπορούμε να κάνουμε έναν συνδυασμό της πατερικής διάκρισης των πιστών σε μισθωτούς, δούλους και υιούς, μέσα στην οποία διάκριση χωρά και η φροϋδική θεώρηση.
Ο «δούλος» έχει ως κίνητρο στη σχέση του με τον πατέρα τον φόβο, αυτό τον οδηγεί στην υποταγή και θεωρεί τον θεό ως πατέρα-αφέντη. Οι πιστοί σε αυτό το στάδιο θεωρούνται «εισαγόμενοι» στην εκκλησία. Ο ιερός Δαμασκηνός λέει ότι «δεν είναι δυνατόν να έλθει το τέλειον αν δεν περάσει πρώτα μέσα από τον εισαγωγικόν φόβον».
Ο «μίσθιος» στη συνέχεια, επιδιώκει την ανταπόδοση, την ωφέλεια από την τήρηση των εντολών. Έχει μια δικανική σχέση με τον πατέρα, τον οποίο θεωρεί δικαστή ή προϊστάμενο, αποκτά αρετές και αυτοί είναι οι λεγόμενοι «προκόπτοντες». Σε αυτή την κατηγορία θα τοποθετούσα τον πρεσβύτερο υιό της παραβολής.
Τέλος έχουμε τον «υιό». Ό,τι κάνει το κάνει ελεύθερα και από αγάπη. Δεν φοβάται τον Θεό ούτε περιμένει ανταπόδοση. Ο Θεός για αυτόν είναι «πατήρ οικτιρμών». Αυτοί ονομάζονται «γνωστικοί» η και «τέλειοι».
Και οι τρεις τάξεις ωστόσο είναι αποδεκτές από την εκκλησία, αν και δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Είναι οι «τρεις τάξεις των σωζομένων» και συναποτελούν τις βαθμίδες τελειώσεως. Ωστόσο, η προσήλωση σε κάποια από τις δύο πρώτες βαθμίδες μπορεί να οδηγήσει σε αποστασία. Το βλέπουμε καθαρά στην παραβολή του ασώτου. Ο μικρός γιος απεχθάνεται την τήρηση των εντολών και φεύγει από το σπίτι. Βλέπει πιθανότατα τον πατέρα ως δυνάστη και αυτό δεν το αντέχει. Ωστόσο, φοβάται την οριστική απώλεια, ξεκινά την πορεία επιστροφής και απολαμβάνει την αγάπη του πατέρα. Ο πρεσβύτερος αποστατεί από τη δεύτερη βαθμίδα. Ενώ ο άσωτος τιμωρείται από την απομάκρυνσή του από τον πατέρα, ο πρεσβύτερος τιμωρείται από τη ζωή κοντά στον πατέρα. Αναμένει τον πληρωμή του, αυτή όμως καθυστερεί και, επιπλέον, δεν κατανοεί πώς ο άσωτος ανταμείφθηκε τόσο πλουσιοπάροχα, γρήγορα, απροσδόκητα και παράλογα από τον πατέρα. Δεν αποκαλεί ούτε «πατέρα» ούτε «αδερφό» (ο άσωτος αντίθετα τον αποκαλεί τέσσερις φορές «πατέρα»), είναι κλεισμένος στο εγώ του, αν και η παραβολή παραμένει ανοιχτή και ενδέχεται να κατάλαβε τον πατέρα και να μπήκε κι αυτός στη γιορτή.
Κλείνω υπενθυμίζοντας την πάλη του Ιακώβ με τον Θεό,[5] εκεί όπου ο Θεός δίνει όνομα στον Ιακώβ. Η σχέση μας με τον Θεό-πατέρα είναι μια πάλη, πάντοτε και σήμερα. Είναι μια αμεσότητα πάλης που γίνεται εντέλει αγκάλη. Εκεί στην αγκαλιά του πατέρα βρίσκεται ο μεταστραφείς άσωτος.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ζαν Πολ Σάρτρ, Οι Λέξεις, Άγρα, Αθήνα 2003.
[2] Κλαούντιο Μάγκρις, Ένα ατέλειωτο ταξίδι, Καστανιώτης, Αθήνα 2023.
[3] Μάσσιμο Ρεκαλκάτι, Το μυστικό του παιδιού, Κέλευθος, Αθήνα 2019.
[4] Μάσσιμο Ρεκαλκάτι, Τι απομένει από τον πατέρα;, Κέλευθος, Αθήνα 2023.
[5] Γεν 32:24-32
Το έργο που κοσμεί τη δημοσίευση είναι του Γιώργου Κόρδη: The Prodigal son. - George Kordis
Create Your Own Website With Webador