της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΔΑΜΟΥΛΗ - ΦΙΛΙΑ
Η Ελένη Σεμερτζίδου, διανοούμενη και πολυγραφότατη συγγραφέας,με 19 βιβλία (μυθιστόρημα, θεατρικό, ποίημα), στο πρόσφατο θεατρικό της έργο, καταπιάνεται με τον δύσκολο ρόλο ενός επαρχιακού εφημέριου σ’ ένα αγγλικό χωριό και εμβαθύνει στο ρόλο της ιεροσύνης (θυμίζοντάς μας τον μεγάλο Μπερνανός).
To εξώφυλλο του 17ου θεατρικού της έργου είναι χαρακτηριστικό της θεματολογίας του: ένας ιερέας που διαβάζει απερίσπαστος προσευχές σ ’ ένα ομιχλώδες φόντο. Από κάτω οι αγρότες ενός χωριού έχουν επαναστατήσει και απειλούν με τις αξίνες τους.
Δυο διαφορετικοί, ασύμμετροι, κόσμοι: ο ένας η Εκκλησία και οι εκπρόσωποι της ως εξουσία και από κάτω ο λαός σε πλήρη σύγχυση, θυμωμένος, απειλητικός προς την εξουσία και την αδιαφορία της, ζητάει απαντήσεις.
Η δραματουργός εργαζόμενη ως υπεύθυνη της ιατρικής Βιβλιοθήκης και αγωνιζόμενη για τα δικαιώματα του κλάδου της, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, το δεύτερο μεγαλύτερο της Θεσσαλονίκης και ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας, ζει τον παλμό, τις ανάγκες της κοινωνίας από πολύ κοντά και σε υπερθετικό βαθμό και της δίνεται η ευκαιρία να αφουγκραστεί, να στοχαστεί, να φιλοσοφήσει για τον Άνθρωπο και τις αληθινές ανάγκες του, για την ύπαρξη, για την αρρώστια του σώματος και της ψυχής, για το αθόρυβο γλίστρημα από τη ζωή στο θάνατο μέσα σε ανθρώπινα χέρια. Αυτό το Νοσοκομείο είναι ο καμβάς για να στήσει κάθε θεατρικό της έργο. Αυτό εν δυνάμει μπορεί να είναι η μήτρα κάθε νέου έργου, αυτό την τροφοδοτεί με πρόσωπα και καταστάσεις όλων των κοινωνικών τάξεων. Από εκεί ορμώμενη, συγκινημένη, εμπνέεται και δημιουργεί τα θεατρικά της έργα, όπως τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο,1 παρακολουθώντας τις εξελίξεις της επιστήμης. Για να δούμε όμως πόσο καινούριος και πόσο θαυμαστός είναι ο κόσμος του έργου της.
Τα πρόσωπα του έργου ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους: Από τη μια η Εξουσία την οποία εκπροσωπούν ο ιερέας, ο κοινοτάρχης, η Άντα Χώκινς. Aπό την άλλη, βρίσκονται ο μισόκουφος νεωκόρος Ααρών, η καθαρίστρια Χάννα και οι εξοργισμένοι χωρικοί του χωριού.
H αλήθεια βρίσκεται στο στόμα των αγράμματων, πρακτικών ανθρώπων, των χειρωνακτών, των αυθεντικών, όπως ο νεωκόρος που σε μια κουβέντα του περικλείει τη φιλοσοφία του. Λέει από την α΄ πράξη ότι «φαρμάκι έγινε ο Θεός! Και οι διψασμένοι, αναψυκτικό ζητάνε!»2 και παραδέχεται ότι «πίστη δεν του ‘χει μείνει»3, παρά τη δουλειά που κάνει φροντίζοντας τον οίκο του Θεού. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν βοήθεια στα προβλήματά τους από την πηγή ,από την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της και όχι να αναζητούν λύσεις σε κάθε είδους ψευδαισθήσεις…
Αν δεν δουλέψει σκληρά όπως η Χάννα που σφουγγαρίζει συνέχεια, δεν θα φάει. Συμβολική, και μεταφυσική ταυτόχρονα είναι η παρουσία στην άδεια εκκλησία μιας γριούλας που του ζητιανεύει ζάχαρη και αλεύρι να ταΐσει τα τρία εγγόνια της.
Το ποίμνιο πεινάει και η Εκκλησία ασχολείται με ευχολόγια, προσευχές, θεωρίες άλλης εποχής και δεν περνάει στην πράξη για να βοηθήσει τον λαό. Ο εφημέριος έπρεπε να είναι μπροστάρης, όπως ο ήρωας, παππά Φώτης, στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Ν. Καζαντζάκη,4 στην επίλυση των προβλημάτων των ανθρώπων που έχουν ανάγκη, αντί να αποσύρεται και ν’ απομονώνεται αναμένοντας το θαύμα. Καμία σημασία δεν έχει για τους χωρικούς η έλευση του συμπατριώτη τους αδελφού Φραγκίσκου, παρά μόνο να τους εξοργίζει με την ασυνέπειά του και την επιλογή ενός τρόπου ζωής μοναχικού και ακατανόητου γι’ αυτούς που αγωνίζονται καθημερινά για να επιβιώσουν από τις καταστροφές μέσα στον κόσμο.
Ο μοναχός Φραγκίσκος είναι τόσο αδύναμος, προβληματισμένος βαθιά μέσα του για την επιλογή του μοναχισμού, ενώ προσπαθεί να φανεί διαφορετικός από τον υπόλοιπο κόσμο του χωριού που άφησε πίσω του.
Η θέση αυτή της συγγραφέως θυμίζει εκείνη του Ν. Καζαντζάκη κατά παραμονή του στο Άγιον Όρος, με τον φίλο του Άγγελο Σικελιανό κατά τον Μεσοπόλεμο. Στον Άθωνα ο Καζαντζάκης αφηγείται ότι είδε τον Χριστό ρακένδυτο, ζητιάνο στην όψη πολλών μοναχών, κυρίως γυρολόγων του Μεσοπολέμου και του ζητούσε βοήθεια.5 Κατάλαβε ότι ο Χριστός βρίσκεται στους πένητες, στους άστεγους, στους ζητιάνους, στους παρατημένους μοναχούς και ζητάει μέσω αυτών να σωθεί.6 Ο Καζαντζάκης γράφει στην Αναφορά στον Γκρέκο: «ο κόσμος μας είναι το μοναστήρι μας και ο πραγματικός μοναχός αυτός που ζει με τους ανθρώπους και συνεργάζεται με το Θεό […] Ο Θεός δεν κάθεται σε θρόνο πάνω από τα σύννεφα ,αγωνίζεται στη γη μαζί μας».7 Οι έχοντες την εξουσία, και προπάντων τη γνώση, πρέπει να σώσουν τον Άνθρωπο που έχει ανάγκη, αυτοί θα έπρεπε να είναι οι ταγοί της κοινωνίας.
Η Ελένη Σεμερτζίδου είναι «ασυμβίβαστη» πνευματικά, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα έργα της και στηλιτεύει την απανθρωπιά όπου την συναντάει, γιατί στην ουσία είναι η ανηθικότητα η ίδια.
Φαίνεται να συναντάει την απανθρωπιά στο δρόμο, στα Νοσοκομεία, στους αγρότες που έκλεισαν τους δρόμους φωνάζοντας για τα σπαρτά τους, ζητώντας λύση.
Η σημερινή κοινωνία έχει ανάγκη έμπρακτης αγιότητας, έμπρακτης βοήθειας. Το συναίσθημα του ιερέα πρέπει να συντροφεύει τη λογική του Ααρών και της Χάννα, δηλαδή να συνεργάζεται με αυτούς. Πάνω στην απόγνωσή του ο λαός που έμαθε να πιστεύει στη θεϊκή βοήθεια περιμένει από την εκκλησία, βοήθεια και λύση στα προβλήματά του.
Ο κοινοτάρχης από τη θέση των μορφωμένων, πιστεύει ότι ο Θεός πέθανε, τον αμφισβητεί, γι’ αυτό δεν είναι παρών στα προβλήματα των ανθρώπων. Όμως ο αβάς τον αποστομώνει λέγοντάς του ότι ο «Θεός δεν είναι ούτε αφέντης, ούτε υπηρέτης».8 Όπως είπε και ο Ν. Καζαντζάκης στην Ασκητική και στην Αναφορά στον Γκρέκο: «Εξανθρωπίζουμε συχνά το Θεό αντί να θεοποιούμε τον άνθρωπο».9 Εδώ έχουμε ένα θεολογικό αφορισμό που συνίσταται στο να πλησιάσει τις δίδυμες έννοιες της «κατάβασης» και της «ανάβασης» διατυπωμένες από τον Θεσσαλονικέα Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά10 που μέχρι τις μέρες μας σημαίνουν «την ταπείνωση του Θεού μέχρι να φτάσει τον άνθρωπο»11 αίροντας την αμαρτία του, τα λάθη του και «τη μεταγενέστερη ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό».12 Ο άνθρωπος θα πέσει από τα πάθη του, θα σηκωθεί έως ότου να ορίζει τον εαυτό του, να είναι ο αφέντης του. Τότε θα προσεγγίσει την αληθινή φύση του ,όπως υποστήριζε και ο άλλος Θεσσαλονικιός ο Νικόλαος Καβάσιλας, τον 14ο αιώνα.13
Η Σεμερτζίδου, όπως και οι ήρωες του έργου της, υποστηρίζει σύμφωνα με τις σπουδές της ,τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από προβληματισμένη, ανυπότακτη, αδιάλλακτη, απελπισμένη σ ‘ένα υποτιθέμενο «Θαυμαστό, καινούριο κόσμο» που είναι πάνω απ’ όλα τραγικός.
Οι απλοί χωρικοί θέλουν την εκκλησία και τους εκπροσώπους της αρωγούς τους. Να οργανώνουν γεύματα αγάπης σε όσους έχουν ανάγκη, να αγωνίζονται δίπλα τους, να υπερβαίνουν το εγώ τους όπως ο Προμηθέας.
Ο λαός θέλει τους πολιτικούς να προβλέπουν τις θεομηνίες και να έχουν φροντίσει, να τους προστατέψουν από τις καταστροφές: πλημμύρες, πυρκαγιές κ.ο.κ.
Δύο κόσμοι συγκρούονται στο θεατρικό έργο της Ελένης Σεμερτζίδου: Ο λαός και η εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία .
Αυτοί είναι «οι θιασώτες του ψεύδους».14 Η σημερινή εκκλησία για να επιβιώσει χρειάζεται να στέκεται και να υποστηρίζει το ποίμνιό της. Οι χωρικοί ψάχνοντας τον αβά τους λένε: «Εμείς δεν ζητήσαμε προσευχές. Ζητήσαμε ψωμί κι ένα κεραμίδι».15 Ο λαός ζητάει λύση στα προβλήματα που τον μαστίζουν όλο και περισσότερο. Δεν χρειάζεται «φτηνούς πολιτικάντηδες» και δήθεν μορφωμένους με κούφια λόγια. Η σημερινή κοινωνία χρειάζεται αγάπη και στήριξη στον άνθρωπο. Η Χάννα μια αμόρφωτη, φτωχή καθαρίστρια έχει μια σπάνια σοφία λέγοντας ότι η αγάπη είναι η λύση για το καθετί. Αυτή είναι η ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας. Αυτή έχει την δύναμη να αλλάξει τον κόσμο.
Το θέατρο που γράφει η Σεμερτζίδου αποβλέπει στην αφύπνιση του αναγνώστη-θεατή.
Ο κόσμος που έρχεται προκαλεί απορία και τρόμο στην αφηγήτρια-συγγραφέα. Τρομοκρατείται στην θέα αυτού του δήθεν «θαυμαστού κόσμου» λόγω των πολλαπλών ευκολιών που παρέχει, αλλά τελείως άψυχου, απόμακρου, παγερού, και αδιάφορου για την ανθρώπινη υπόσταση, απάνθρωπου. Η Ελένη Σεμερτζίδου παραμένει ευαίσθητα σκεπτόμενη για την ουσία της ζωής αυτής καθαυτής, επιστημονικά και ηθικά.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ελένης Σεμερτζίδου, Ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος, (θεατρικό έργο), Θεσσαλονίκη 2024.
- Ό.π., σ. 7.
- Ό.π., σ.8.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Διόπτρα, Αθήνα 2023.
- Ευαγγελία Δαμουλή – Φίλια, Μεθώντας μ’ ένα κρασί αγιονορείτικο…(Η εμπειρία του ταξιδιού στο Άγιο Όρος στην Ν. Ελληνική Λογοτεχνία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας), Γρηγόρης, Αθήνα 2017, σ. 161-158.
- Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 250 .
- Ό.π. σ. 301-302.
- Ελένη Σεμερτζίδου, Ένας θαυμαστός, καινούριος κόσμος, ό.π., σ.16.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική, Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ.87.
- Ηλίας Σιμόπουλος, Επαφές και προσεγγίσεις, Θουκιδίδης, Αθήνα 1981, σ. 49.
- Ό.π.
- Ό.π. και, επίσης, Ελένη Ι. Σκούρα, Νίκος Καζαντζάκης, Georges Bernanos, η πορεία προς τη θέωση, Αθήνα 1990, σ. 62.
13 Νίκος Καζαντζάκης, Ο τελευταίος πειρασμός, Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1978, σ. 10-11.
- Ελένη Σεμερτζίδου, Ενας θαυμαστός καινούριος, ό.π. σ. 24.
15 Ό.π., σ. 28.
Add comment
Comments