της ΜΑΡΩΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
[Ιωάννης Κουτεντάκης, Στη Λωρίδα του Möbius,
Ροδακιό, Αθήνα 2023]
Ο τίτλος που επέλεξε ο Ιωάννης Κουτεντάκης για την δεύτερη εμφάνισή του στην πεζογραφία (πρώτο βιβλίο του η νουβέλα Ο κύριος 107, εκδ. Εύμαρος, 2019) έχει σημειολογικό ενδιαφέρον και αποτελεί σημαντικό κλειδί για την κατανόηση των 14 κειμένων που απαρτίζουν το βιβλίο. Ο όρος «λωρίδα του Μέμπιους» προέρχεται από τα μαθηματικά, ένα γνωστικό πεδίο που γνωρίζει καλά ο συγγραφέας, όμορο των σπουδών και των επαγγελματικών του ενασχολήσεων (απόφοιτος του Πολυτεχνείου, με μεταπτυχιακά στη φυσική, έχει δουλέψει στην Ευρώπη και την Αμερική σε μεγάλα ερευνητικά εργαστήρια, όπως το CERN και το Fermilab).
Μολονότι το σχήμα της λωρίδας εμφανίζεται σε ρωμαϊκά μωσαϊκά του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., πρόκειται για ανακάλυψη δυο γερμανών μαθηματικών, του Αουγκούστ Φερντινάντ Μέμπιους και του Γιόχαν Μπένεντικτ Λιστινγκ, το 1858. Αν πάρουμε μια λωρίδα χαρτί και στρέψουμε το ένα άκρο της κατά 180 μοίρες και στη συνέχεια το κολλήσουμε με το άλλο, έχουμε φτιάξει μια λωρίδα του Μέμπιους. Αν τη διατρέξουμε τώρα με το δάκτυλό μας θα συνειδητοποιήσουμε ότι την ίδια στιγμή διατρέχουμε τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό της, επιστρέφοντας τελικά στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε χωρίς το δάκτυλό μας να έχει διατρέξει ποτέ μια ακμή. Παρόλο που έχει πρακτικές χρησιμότητες στην τεχνολογία —δεν είναι τυχαίο ότι την χρησιμοποίησε ως λογότυπο η Googledrive, ενώ αποτελεί επίσης το σήμα της ανακύκλωσης— η γοητεία της δεν είναι οι εφαρμογές και τα λογότυπα αλλά η φιλοσοφική της διάσταση: μια απέραντη, αιώνια επιφάνεια, ένα σχήμα που το μέσα και το έξω ταυτίζονται ή, ακόμα περισσότερο, δεν συστήνονται ως διακριτοί όροι, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ τους, αφού η εξωτερική επιφάνεια βρίσκεται στη συνέχεια της εσωτερικής χωρίς το υποκείμενο να μπορεί να εντοπίσει το ακριβές σημείο στο οποίο λαμβάνει χώρα το πέρασμα από το μέσα στο έξω. Ή ακόμη περισσότερο, χωρίς καν να διακρίνει το μέσα από το έξω. Στο φερώνυμο διήγημα σημειώνει:
Κάθε οντότητα σε οποιοδήποτε σύμπαν κινείται πάνω σε ένα ίδιο χρονικό δαχτυλίδι. Η πρόταση αυτή όμως οδηγεί σε μια απόλυτη αντίφαση, γιατί ως γνωστόν ένα δαχτυλίδι έχει δύο επιφάνειες που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, έτσι όσες οντότητες και σύμπαντα κινούνται στην εσωτερική επιφάνεια είναι απολύτως απομονωμένες από τις αντίστοιχες οντότητες και σύμπαντα της εξωτερικής επιφάνειας. Καθώς δεν υπάρχει κανένας γνωστός νόμος που να επιτάσσει ή —έστω— να δικαιολογεί αυτό τον οριστικό δυϊσμό, θα πρέπει να αναζητηθεί μία μορφή όπου τα υποθετικά άκρα των κύκλων έχουν συστραφεί και το δαχτυλίδι αποτελεί μία και μόνον μία επιφάνεια.
(σ.104)
Τα αδιάκριτα όρια του μέσα και του έξω των πραγμάτων αποτελούν το κέντρο των κειμένων της συλλογής. Οι ιστορίες του αναδεικνύουν τα συγκεχυμένα όρια των αντιθέτων, την τραυματική δυσκολία να κατανοήσουμε σε ποια πλευρά βρισκόμαστε την κάθε στιγμή: αυτό που φαίνεται αληθές είναι παραλογισμός και το αντίθετο, το συνειδητό μπερδεύεται με τα περιεχόμενα του ασυνείδητου, η ζωή με το θάνατο, ο ζωντανός με το απόλυτο άλλο του νεκρού, η ανθρωπινότητα με το ζωώδες, η επιστήμη με την φαντασία. Αυτό το αδιάλειπτο μέσα-έξω, με τα ακαθόριστα όριά του, είναι το κλειδί τόσο για να καταλάβουμε τις ιστορίες που διηγείται, να εντοπίσουμε τις θεματικές που τον απασχολούν εμμονικά σχεδόν, όσο και να ερμηνεύσουμε τη μορφή που επέλεξε να τους δώσει.
Η μετανεωτερικότητα μας δίδαξε πως ο συγγραφέας έχει δικαίωμα να υπερβαίνει τα σύνορα των ειδών, να μην χρειάζεται να βάλει τις περιοριστικές ταμπέλες ενός είδους στις δημιουργίες του. Ο Κουτεντάκης εφαρμόζει αυτήν την αρχή στη συλλογή του. Κανένα κείμενο δεν υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες είδους. Θα βρούμε κείμενα που έχουν στοιχεία διηγήματος άλλα που θυμίζουν θεατρικό, άλλα που έχουν τη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων και επίσης ένα ποίημα, που διαρρηγνύει την πεζογραφική ενότητα. Αυτό συγκροτεί ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό πείραμα, που απελευθερώνει τον συγγραφέα από την υποταγή σε μια συγκεκριμένη φόρμα. Την ίδια στιγμή όμως του στερεί την ασφάλεια της ειδολογικής ενότητας. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η ριψοκίνδυνη επιλογή είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο ο Κουτεντάκης υπερασπίζεται το πληθυντικό της πραγματικότητας, την πολυπρισματική αλήθεια, και παρουσιάζει τη δυσκολία του κόσμου μας να βρει σταθερές και όρια, να βρει τον ίδιο τον τόπο της αφηγηματικής εκκίνησης.
Αυτό το αδιάλειπτο μέσα-έξω καταδεικνύει και κάτι ακόμη: αν, όπως υποστηρίζει ο Λακάν, το πραγματικό είναι το αδύνατο, αυτό που δεν υπόκειται στην συμβολοποίηση του λόγου, τότε τα κείμενα του Κουτεντάκη μπορούν να διαβαστούν ως μια προσπάθεια να ρηματοποιηθεί το άρρητο, να εκφραστεί η ταραχή του νου και της ψυχής μπροστά στο αδύνατο και το ξένο, το παράξενο, το μοναδικό, μ’ ένα λόγο είναι η προσπάθειά του να συνομιλήσει, από το δικό τους τόπο όμως, με την τρέλα και το θάνατο. Ο αναγνώστης θα το διαπιστώσει σε κείμενα όπως το «Κορίτσι στο δωμάτιο 107». Η επιλογή του αριθμού 107 έχει μια αυτοαναφορικότητα, καθώς μας οδηγεί στο προηγούμενο βιβλίο του, τον κύριο 107 και την κοινότητα των θεμάτων ανάμεσα στα δύο κείμενα, αλλά θα το προσπεράσουμε. Το «Κορίτσι» είναι μια ιδιαίτερη αναδιήγηση του θαυμάσιου παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Η μικρή γοργόνα». Ωστόσο, ο συγγραφέας μας ξεφεύγει εντελώς από τη ρομαντική ερωτική ιστορία του δανού παραμυθά, για να φτιάξει ένα σοκαριστικό κείμενο που ξεδιπλώνει το παραλήρημα μιας γυναίκας μέσα σε ψυχιατρείο. Ο αναγνώστης σταδιακά διολισθαίνει από τον παραληρηματικό κόσμο της ψύχωσης στον τρόπο με τον οποίο βιώνει ο έγκλειστος τη σκληρή πραγματικότητα του ψυχιατρείου και των νοσηλευτών. Ή ακόμα πιο δυναμικά στο «Σκοτεινό δωμάτιο», όπου περιγράφεται αριστουργηματικά μια εμπειρία μετάβασης στο θάνατο, ένα κείμενο στο οποίο ο ίδιος ο νεκρός μιλά για την σταδιακή συνειδητοποίηση του περάσματος από την ζωή στο θάνατο. Και στη «Φωτεινή μέρα» όπου μια παράλληλη ζωή —πραγματική; ονειρική; ποιος ξέρει;— εκπλήττει με διαυγή οριστικότητα τον άνθρωπο που βίωσε το παράλογο: να θυμάται αυτό που όλα του αρνούνται πως έζησε, ένα κείμενο που θέτει το ζήτημα του χρόνου και των παράλληλων συμπάντων.
Είναι αλήθεια πως η χρήση των προβληματισμών της σύγχρονης φυσικής δημιουργεί ένα πολύ ενδιαφέρον αφηγηματικό πλαίσιο, έτσι που μερικές φορές οι ιστορίες του Κουτεντάκη μοιάζουν να πηγάζουν απευθείας από ένα επιστημονικό ερώτημα ή να εξελίσσονται σαν προσπάθεια απάντησής του, όχι όμως με σκοπό την ικανοποίηση μιας επιστημονικής περιέργειας αλλά περισσότερο για να φανεί το υπαρξιακό αποτύπωμα.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία των κειμένων της συλλογής είναι η διακειμενικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ο Κουτεντάκης διαβάζει, ανακατεύει και ξαναγράφει γνωστά ή λιγότερο γνωστά κείμενα της λογοτεχνίας. Εδώ στηρίζεται και ένα βασικό χαρακτηριστικό των κειμένων της συλλογής: η έκπληξη, όχι οι έξυπνες ανατροπές αλλά η έκπληξη με τη διττή σημασία: η έκ-πληξη, δηλαδή το απρόσμενο χτύπημα απ’ έξω που ταράζει και προκαλεί αλλά και η έκπληξη με την έννοια του απροσδόκητου και κάποτε του ιερού, του ιερού με την έννοια του τρομώδους και απερίγραπτου, του τερατώδους, με την έννοια που έχει η λέξη στην αρχαία γλώσσα. Η πατροκτονία που βρίσκεται στη ρίζα κάθε φόνου στο «Κάιν και Άβελ», η αενάως επαναλαμβανόμενη μητροκτονία στο «Ατρείδης;», η δουλεία της υποταγής στον κυρίαρχο λόγο και την κοινωνική απαίτηση στο «Τριήρης» περιέχουν αυτήν την έκπληξη που τα κάνει να εγκαθίστανται απαιτητικά μέσα μας και να μας προκαλούν να συναντηθούμε μαζί τους. Όπως λέει η ίδια η αφήγηση, που γίνεται αφηγηματικό υποκείμενο στο «Ιστορία μιας αφήγησης»:
Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως δε με ενδιαφέρει το γούστο του αναγνώστη, όμως, από την άλλη μεριά, τί θα ήταν μια μουσική σύνθεση χωρίς ακροατή, μια θεατρική παράσταση χωρίς θεατή, μια βρύση με κρύο νερό χωρίς στάμνα για να γεμίσει; Όχι, δεν είναι αλήθεια αυτός ὁ ισχυρισμός, μια ιστορία στο χαρτί χρειάζεται, απαιτεί τον αναγνώστη της, η ύπαρξή της καθορίζεται από το βλέμμα που θα προσηλωθεί στο χαρτί, θα διατρέξει τις λέξεις, θα αφομοιώσει τις εικόνες και τις σκέψεις που σχηματίζονται, θα αποκωδικοποιήσει τα νοήματά τους.
(σ.54)
Τότε συγγραφέας και αναγνώστης θα συναντηθούν και θα συντάξουν μια νέα ιστορία που θα περιλαμβάνει την ιστορία και την ανάγνωσή της, σε μια ανάμειξη που θα ενδιέφερε πολύ τον Μπόρχες.
Ο Κουτεντάκης έχει μια εξαιρετική ικανότητα να μην αφήνει ήσυχο τον αναγνώστη, τόσο κατά την διάρκεια της ανάγνωσης όσο και μετά. Το τέλος των κειμένων του δεν είναι ανοιχτό, είναι ανήσυχο και ανησυχαστικό, όπως εκείνο το ρολόι χωρίς δείχτες στο κείμενο με το οποίο κλείνει η συλλογή.
Add comment
Comments