[Μαρίας Λάτσαρη, Εμείς η Αντιγόνη, Νεφέλη, Αθήνα 2023]
Διάβαζα την μετάφραση της Αντιγόνης του Μπρεχτ και στην εισαγωγή ο μεταφραστής Αλέξης Σολωμός περιγράφει πως σε μια ομιλία του σχετικά με την αρχαία ελληνική τραγωδία, μια Αμερικανή φοιτήτρια σήκωσε το χέρι της και ρώτησε «ποιο είναι το μήνυμα της Αντιγόνης», με τον μεταφραστή να απαντά «το δικαίωμα του ανθρώπου να διαλέγει την ελευθερία του».
Για την ιστορία, η υπόθεση της πρώτης Αντιγόνης ξεκινά με το διάταγμα που ο Κρέων, βασιλιάς της Θήβας, εκδίδει μετά τη νίκη της Θήβας επί του Άργους και ζητά από τους πολίτες να αποδοθεί τιμή και δόξα στον νεκρό Ετεοκλή που έπεσε υπέρμαχος της πατρίδας του, ενώ απαγορεύει την ταφή του αδελφού του, Πολυνείκη, ο οποίος κινήθηκε σαν προδότης της πόλης.
Η Αντιγόνη, ενημερωμένη για το διάταγμα αυτό, καλεί την αδερφή της, Ισμήνη, προκειμένου να της ζητήσει να θάψουν τον νεκρό τους αδελφό, - στη συνάντηση της Αντιγόνης με την Ισμήνη υπηρετούνται δυο ανάγκες, η πρώτη είναι να υπηρετηθεί το χρέος που αντικατοπτρίζεται στον ηρωισμό του ανθρώπου, ενώ η δεύτερη να υπηρετηθεί ο νόμος, αυτός που εκφράζεται μέσα απ’ τον φόβο του πολίτη, με την Αντιγόνη ταγμένη στην υπηρεσία του ηρωισμού και την Ισμήνη -που αν και γνωστοποιεί την στήριξή της «Έλα, αδερφή μου, τη συντροφιά μου καταδέξου»-, να παραμένει δέσμια της λογικής, «σου χαρίζω αντισώματα» της ψιθυρίζει, (αυτά τα ίδια αντισώματα που παρακάτω προτείνει η ποιήτρια να δημιουργηθούν για την αγάπη), με την Αντιγόνη να φαίνεται πως υπερισχύει -ενώ καλείται να σταθεί πάνω από τα μέτρα του κοινού θνητού με αυτήν την επιμονή που δηλώνεται ήδη από το μόττο του βιβλίου «Δεν περιμένουμε παρά ό,τι μας αποφεύγει»-, αφού αντιλαμβανόμενη ότι δεν έχει να περιμένει καμιά βοήθεια, αποφασίζει να δράσει μόνη της, θέτοντας την τιμή του προσωπικού της θεού και την αγάπη για ηθική δικαιοσύνη, -αυτό που ονομάζουμε φυσικό δίκαιο-, υπεράνω των ανθρώπινων νόμων.
Εν ολίγοις, σ’ εκείνη την πρώτη Αντιγόνη του Σοφοκλή αντικατοπτρίζεται η αντίσταση του πολίτη στην εξουσία -όταν αυτή υπερβαίνει τις δικαιοδοσίες της και καταβαραθρώνει τα δικαιώματα του, ενώ γίνεται ο εκφραστής φιλελεύθερων αρχών, διατυπώνοντας πανανθρώπινα αιτήματα-, γι’ αυτό και η Αντιγόνη, «της Ιστορίας μαραθωνοδρόμος» όπως την ονομάζει η ποιήτρια, αποτέλεσε έμπνευση για αρκετούς λογοτέχνες, με τον μύθο της να περνάει από εποχή σε εποχή, «σε δόκανα επανάληψης η γλώσσα σου σπαράζει», γράφει, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του στοιχεία, όσα τον κάνουν αναγνωρίσιμο, κουμπώνοντας με νέα, που βγαίνουν από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο και εξαιτίας του οποίου αναδημιουργείται.
Από το κείμενο του Σοφοκλή, η γυναίκα αυτή, «από της συνείδησης την αυγή» που ανακινεί τη σύγκρουση ανάμεσα στους εθιμικούς και τους γραπτούς κανόνες δικαίου, γίνεται η διαχρονική επαναστάτρια, γίνεται η πίστη στους δεσμούς που δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου χώρου στο τώρα, «τη φωνή μου αναζητώ», στο παρόν όπου η έννοια του χώρου, η έννοια του ανθρώπου, η έννοια της πατρίδας τελεί υπό κατάρρευση.
Οπότε και η γράφουσα δεν μιλά ειδυλλιακά, κατακλυσμένη από ονειρικές εικόνες στις οποίες ο άνθρωπος περνά μόνο όμορφες στιγμές, («στου Ελικώνα τις κορφές ο ήλιος άναβε φωτιές στα φύλλα / Στα νιόβγαλτα λιβάδια οπλές τη μέρα ανάγγελλαν / κι οι Νύμφες με τα σείστρα των γοφών / γήτευαν άγριους ανέμους / Παίδες, μ’ ελπίδες κι υποσχέσεις, / μήτε βόες μήτε κροκόδειλοι, / αρπακτικά της θάλασσας, μήτε αετοί») και εγκαταλείπει το συγκεκριμένο χωροταξικό πεδίο, μεταφέρεται σε άλλο οδόστρωμα, σκληρότερο, μιας πεσιμιστικής ποιητικής («τ’ αγάλματα δεν λυγίζουν απ’ τον πόθο»), σ’ έναν περίλυπο πληθυντικό του κοινωνικού ιστού («ο ήλιος κρύφτηκε σε στόμα πηγαδιού»).
Μετατοπιζόμενη στον κοινό χώρο, γεμίζει το πεδίο με ονόματα γυναικών. «Γυναίκα ανθρωπινότερη του ανθρώπου», γράφει, «Ρόζα Παρκς, Άννα Αχμάτοβα», γυναίκες μάρτυρες, Σαπφώ, Καντριγιέ, Κλεοπάτρα, Έμιλι, γυναίκα Των Βασιλέων Βασίλισσα, και συνάμα γυναίκα όλοι εμείς, αφού παρά τα αρχικά του μύθου ατομικά δράματα και τις σκηνές δωματίου, δεν μπορεί να νοηθεί ο άνθρωπος έξω από τα κοινωνικά του συμφραζόμενα· κι αφού ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι συνδεδεμένοι με μιαν αόρατη κλωστή, το εκκρεμές της κινείται προς το συλλογικό, καθώς σταθερά ως επί το πλείστον, κέντρο αναφοράς είναι η κοινωνία, «με της Δικαιοσύνης άλικο ρόδο στο χέρι», όπως την περιγράφει την Αντιγόνη.
Ένα άλλο στοιχείο που ενώνει την ποιήτρια με την ηρωίδα της, είναι αυτή η διερεύνηση της σχέσης που οι ζωντανοί τρέφουν με τους νεκρούς, -η ποιήτρια συνομιλεί με εντόπιους νεκρούς λογοτέχνες, (τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Μάρκο Μέσκο, τον Μίλτο Σαχτούρη και τον τρελό λαγό του, με τον Ελύτη -αφού η δομή της συλλογής εμπνέεται από την Μαρία Νεφέλη του), μα και με ξένους, την Αχμάτοβα, τον Προυστ ως δείγμα αφοσίωσης· και όπως στον γραπτό νόμο που επικαλείται ο Κρέοντας για να δικαιολογήσει την απόφασή του να μην προχωρήσει στην ταφή του Πολυνείκη, η Αντιγόνη αντιπαραβάλλει τον άγραφο νόμο που καθιστά καθήκον του καθενός να σέβεται τον κόσμο των ψυχών, η ποιήτρια «με τη μνήμη θάβει τους νεκρούς βαθιά να μην τους βρούνε τα σκυλιά», και επιπλέον ετούτο το βιβλίο αφιερώνεται στους δικούς της γονείς, «πάντα συνομήλικοι οι αγαπημένοι μας νεκροί»...
Κάτω από τον προαναφερόμενο τίτλο, συναθροίζονται συνολικά 46 ποιήματα με έναν στίχο αποφώνησης που κλείνει το ποίημα και ανοίγει το επόμενο, δημιουργώντας ένα συνεχές, αφού «Χίλιες φωνές, χίλιες σιωπές ο κόσμος μια εικόνα».
Πέρα από κάποιες περισσότερο λυρικές περίγραφες, -συνήθως στις περιγραφές του φυσικού χώρου και του τοπίου όπου τα χρώματα μοιάζουν να είναι -ως είθισται- ατμοσφαιρικά, («λευκός λαιμός, ροζ κορδέλα, γαλάζιο φύσημα, μπλε νύχτες, πορφυρή χλαμύδα») - η ποίησή της δεν έχει εξογκώματα. Παρατηρείται μια συγκεκριμένη γεωμέτρηση του λόγου, όπου ο στίχος γίνεται πιο άμεσος, κοφτός, και με την υποστήριξη της έκδηλης προφορικότητάς του το μήνυμα εκφράζεται περισσότερο δυναμικά.
Αυτή η δυναμική, σχηματίζει ένα άτυπο σχήμα κύκλου, όπου οι ιστορίες κυνηγάνε την ουρά τους και στο οποίο η ποιήτρια ταυτίζεται με τη σάρκα μιγάδα, («μαύρος λωτός, Κλαράκι του Μισισιπή»), τον κατατρεγμένο λόγω χρώματος -με τον τρυφεράκανθο στίχο της «Στον άγριο άνεμο φύλλα-νέγροι», με τον πρόσφυγα («Πούθ’ έρχεσαι; Πού πας;»), τις καταπιεσμένες γυναίκες στις χώρες της Ανατολής («μάτια κρυφά πίσω από γρύλιες»), τον άπορο («ψαράδες βουτάνε μες στους κάδους»), τον άστεγο («Σπίτι μαύρη νιφάδα πάνω στο χιόνι»), τον νηστικό από έρωτα («οι ωοθήκες μου νεκρές»), τον τρωτό στη συνήθεια («το νυφικό σερβίτσιο ραγίζει στο ντουλάπι»), και επακολούθως με αυτήν την κυκλική κατανομή και ενσωμάτωση των ρόλων καταφέρνει ώστε ο αναγνώστης να εισπράττει το συναισθηματικό φορτίο «ηπιότερα», δίχως να του επιβάλλεται. Δεν υπάρχει εξαναγκασμός για το προσωπικό συναισθάνεσθαι του αναγνώστη στα αναφερόμενα ποιήματα, αλλά εθελούσια εκτίναξη των δικών του συναισθημάτων -τα οποία a priori διαθέτει ο αναγνώστης και παράλληλα ομογνωμούν με εκείνα των λέξεων που παρουσιάζονται ενώπιόν του· και η γράφουσα, μέσα από την έγερση αυτών των συναισθημάτων, προσκαλεί αβίαστα να αντιμετωπίσουμε κατάματα τις τραγωδίες που μας περιβάλλουν: «σε τέρατα δυσανεξία μυθικά, σε αναφορές και τόμους αλλεργία, των ειδικών γιατρών βροχή οι διαγνώσεις».
«Το οριστικό άρθρο παραδίδω», λέει η Αντιγόνη, και μέσα από την ανυπακοή της στη διαταγή του τυράννου, διαγράφονται οι αντιθέσεις του αρσενικού με το θηλυκό, της νεότητας με την ωριμότητα, του ατομικού με το συλλογικό, των θνητών με τους θεούς.
Η Λάτσαρη στους στίχους που παραθέτει δείχνει να αδιαφορεί για την φυλή και το φύλο, –περιδιαβαίνει από την Θήβα στην Αλεξάνδρεια, από τα νησιά και τις ακτές της Λέσβου, στην Μασαχουσέτη, από το Βερολίνο στην Αλαμπάμα, από εκεί στην Λαμπεντούζα, Δαμασκό, Μπιτ Παζάρ, Μοντγκόμερι και πάλι πίσω στο εδώ- και επικεντρώνεται στον άνθρωπο που παλεύει, («νυχιές του ανέμου το φόρεμα σκίζουν»), βάζοντας ως πλαίσιο σε αυτήν την μάχη, πολλούς εχθρούς, το απάνθρωπο αστικό τοπίο, («μαύρα χορτάρια»), την φθορά της φύσης, («οι ακακίες βαριανασαίνουν την Ανοιξη»), τα ερείπια της ζωής, πρόσωπα και θέματα που κινούνται γύρω από την διάβρωση, τον έρωτα ως ψευδαίσθηση, την βία και τον παραλογισμό.
Η ίδια η κοινωνία είναι αυτή που τροφοδοτεί τη σκέψη της και της γεννά αγωνίες και υπαρξιακούς προβληματισμούς· αγωνία για τον θάνατο και το τέλος, για τον χρόνο και την μνήμη, την μοναξιά, την αλήθεια, την ουτοπία της ζωής αλλά και συνάμα και για την ουτοπία της ίδιας της ποίησης. Με τα ίδια χέρια που γράφει ο ποιητής, με αυτά τα ίδια χέρια ταΐζει το αόρατο, και κάνει λόγο για πράξεις και σκέψεις που δεν αφήνουν αναμνήσεις, «σε φύλλα λεύκας επιπλέει η μνήμη», γράφει· και ίσως αυτή η πρόσκαιρη διαγραφή της μνήμης της πτώσης, αποσκοπεί στην φυγή από την πραγματικότητα με σκοπό τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, περισσότερο ιδανικού: «Ω ξενιτιά, σοφότερη απ’ όλες τις πατρίδες!».
Πηγή αναφοράς της αποτελούν επίσης κάποια στιγμιότυπα που πολλοί ενδεχομένως προσπερνούν αδιάφορα, όπως το «πεζοδρόμιο με τα ξεκοιλιασμένα στρώματα», «το φεγγαρι κόκκινη μολότοφ», «τα σύνορα θύελλες», «οι βράχοι στάχτη». Άλλωστε, η ποίηση είναι έκφραση μιας θεματολογίας που στοχεύει όχι μονο στο συναίσθημα αλλά και στο μάτι του δέκτη. Γι’ αυτό και οι στίχοι αναπτύσσονται σε μια εσώτερη συνομιλία του ποιητικού λόγου με την εικόνα, επιβεβαιώνοντας τη συγγένεια τους. Στη συμβίωση και παράλληλη ανάπτυξη των δύο, η εικαστική παράσταση προσφέρεται ως εμπνέουσα αφορμή, ο ποιητικός λόγος ως ιδέα προς απεικόνιση, ενώ συχνά οι ρόλοι εναλλάσσονται, συνεργούν και με αυτήν την εναργή εικονοποιία το ποιητικό βλέμμα γίνεται καίριο, ο ποιητικός λόγος δραστικός, προσπαθεί να δημιουργήσει ξανά το όραμα, να αγρυπνήσει για την πραγμάτωσή του, ώσπου «η κλειστή θάλασσα γίνει ευλύγιστη».
Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν ο «τηλεγραφικός» της λόγος γίνεται αφορμή για πυρ, παράλληλα γίνεται αφορμή και για αγκαλιά, (ενώ κάποιες λέξεις παρανοούν τις άλλες, «σε θάνατο έζησα, πέθανα στη ζωή»), συνάμα και τις προνοούν, «ο Καρυωτάκης σου δωσε ανάσα και φιλί», αλληλέγγυα στέκονται πλάι σε άλλες για να δημιουργήσουν από κοινού ένα συλλογικό μήνυμα ενότητας απέναντι στις αντιξοότητες του ανθρώπινου βίου.
Αγόρι μόνο χέρια, / χάιδεψε / με όλα τα δάχτυλα, / μ’ όλους τους ήχους / λάτρεψε. /Σπόνδυλο-σπόνδυλο να ανεβείς, / ράχη κυρτή απ’ όνειρα, / μικρά φτερά να ράψεις. /Μέσα στα δόντια κράτησε / το σάρκινο παράθυρο, / κράτα το μες στα δόντια /για όταν θα σου λείπω. / Το χέρι στον λαιμό / χίλιες φορές το χέρι σου / χίλιες φορές λαιμός μου, διαβάζουμε.
Η Αντιγόνη είναι σε θέση να δεχτεί το παρελθόν της, να διαγράψει κομμάτι του, –αυτό που αναφέρει ως «όμηρο ουρανό», όχι να υποκύψει μπροστά του, βεβηλώνοντας «ιερά», βεβηλώνοντας ό,τι αγαπά. Ακόμη και οι αναφορές της στον έρωτα γειώνονται, «από μαθήτρια του έρωτα...σε βράχους σουρνάμενη», απομαγεύονται («Ιδανικοί και άξιοι εραστές, /Τριστάνος, Αίμων και Ρωμαίος / ― μα πιο πολύ εγώ / που λείπω απ’ το κορμί μου»).
Λεκτικές ακροβασίες,( «γένους-γόνος», «Αντί-γόνη», «πτήση-πτώση»), παιχνιδιάρικη σε σημεία διατύπωση, («Ψυχαναλυτές αφού ψηλάφισαν γενιές και γενεές τραυμάτων, / άξια με έχρισαν διάδοχο παράδοσης οικογενειακής / ― μέχρι queer βασίλισσα κι ερωτευμένη με τον Πολυνείκη»), ειρωνεία («Ελένη, τι έστιν τρόπαιο, /τι λάφυρο εστί;»), αντιθέσεις, («γάμος με μοιρολόι», «μοιρολόι δίχως νεκρό», «βραχνό κοκοράκι», «άλωση σε άσυλο») και πολλές μεταφορές, («η νύχτα εξημερώνεται στο πάτωμα»), παρόλο που ευθαρσώς δηλώνει πως «οι μεταφορές δεν δίνουνε φτερά στο ποίημα».
Με δεδομένα την μεταφορά και την κυριολεξία, οι εικόνες κρατούν ανοιχτό τον εσωτερικό τους διάλογο, ποίηση και εικόνα φωτίζουν διττά πλευρές της άλλης εσώτερης φύσης των πραγμάτων και η γλώσσα τους, κατά τις εξελίξεις της εκάστοτε καθημερινότητας, αλλάζει, αφού το νοούμενο είναι ότι πέρα από την όψη των φαινομένων, υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, εκεί που «ο ουρανός είναι ουρανός, το δέντρο πάλι δέντρο».
Το αισθητήριο όργανο της μεταφοράς που χρησιμοποιεί η ποιήτρια, αποδίδει με μια μουσικότητα τις βαθύτερες σημασίες των πραγμάτων -αφού η ορατότητά τους εξαρτάται από την όραση του εσωτερικού εαυτού και των αισθήσεων-, και αυτή, δίχως καμία μυστηριακή διάθεση, υποστηρίζει αυτήν την αλληλεξάρτηση πραγματικότητας-μεταφοράς. Η πρώτη, υπάρχει ως τόπος υπαρκτών πραγμάτων που προσφέρει το υλικό όπου δημιουργούνται τα φαντάσματα του, και η μεταφορά, με το βλέμμα το φοβιστικό, («στη λεωφόρο του Παβλόφ τις νύχτες αλυχτούνε σκύλοι»), αναπλάθει και μεταβάλλει αυτήν την πραγματικότητα, επαυξάνοντας εννοιολογικά τις διαστάσεις της.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που εντοπίζεται στο βιβλίο, είναι οι πολλαπλές αναφορές στο μαύρο χρώμα, ( «μαύρα κυπαρίσσια», «μαύρα νυφικά», «μαύρη οθόνη», «μαύρη νιφάδα») κι είναι αυτή η συνδιαλλαγή με τον φόβο, ο οποίος ανακτά τις πραγματικές του αναλογίες, όταν η ποιητρια τολμά να ανελκύσει το φάντασμά του από τα βάθη του εαυτού στην επιφάνεια, και να αντικρύσει το πραγματικό σχήμα του :
Λευκοί αστρίτες με γαλανές φολίδες τα αβγά τους κλωσσάνε / Σπάει το τσόφλι γενηθήτω ο Φόβος.
Αυτή η διελκυστίνδα φόβου-τόλμης, βρίσκεται συχνά στους στίχους της, και ο αναγνώστης, ακολουθώντας τα δρώμενα στο ποίημα, συμμερίζεται την εναγώνια εξέλιξη τους, ταυτίζεται με την ποιήτρια ως όμοιος του. «Την ευλογιά της πληγής παρακαλώ», εξομολογείται η Λάτσαρη και αναγνωρίζουμε μια διαλεκτική σ´αυτόν τον στίχο, ένα παιχνίδι καλοπιάσματος που οδηγεί πλέον και τον ποιητή και τον αναγνώστη στην καίρια κίνηση τους προς τον φόβο, και όχι υπό αυτόν. Είναι ίσως αυτή η καθαρτήρια κίνηση της ψυχής με την καθολικότερη σημασία του Αριστοτελικού όρου, επειδή η τόλμη συνίσταται στο να αφήνει κανείς την ιδιωτική του κρυψώνα -όπως έπραξε κι η Αντιγόνη-, να εκτίθεται, να αναμετράται με μια κόλλα χαρτί, να δαμάζει το τέρας μέσα του, τον εαυτό του, «φοβάμαι να μην νιώθω», δηλώνει.
Όσο σωρεύονται τα χρόνια του «πολέμου», παρατηρείται η εκκόλαψη μιας ποιητικής «φουρνιάς», και γραφής συγκεκριμένης, η οποία μας δίνει το στίγμα του καιρού με μιαν έκφραση διάχυτης δυσφορίας. Σ’ αυτήν την γενιά ανήκει η ποιήτρια και οι τραυματικές κοινωνικές εμπειρίες είναι αυτές που αρθρώνουν τα ποιητικά της φανερώματα. Και κάπου εκεί, στο όριο μεταξύ μιας καθημερινότητας των πολλών και μιας κατάστασης του ενός, εκεί, έρχεται η ποίηση,
Ποιητή, δείξε μου πώς / τον χρόνο σου διαβάζεις /στα δέντρα, στα κύματα, στην άμμο", για να ταρακουνήσει μια πόλη, μια χώρα, μια εποχή, η οποία εξακολουθεί να υποκρίνεται τον εαυτό της, "Όσο της αποικίας ο φιλόλογος / από τα νύχια ως την κορφή / συλλέγει τις παραπομπές καλουπωμένος / κι ο ποιητής το όνομα αναπαράγει σε λέιζερ εκτυπωτές.
Δεν είμαι σίγουρη, αν αυτή η ποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ηθικής, «η ποίηση νυχτερίδα που τρέφεται με νέκταρ», φιλοδοξεί κατακεραυνώνοντας να αλλάξει τον κόσμο, -έτι περαιτέρω στην ιστορία της λογοτεχνίας ο κοινωνικός ρόλος της ποίησης ήταν ανέκαθεν ένα αίτημα απανταχού-, αλλά είναι σίγουρα μια ευαισθησία που ψηλαφεί τα τραύματα του καιρού μας και εκφράζει την αγωνία της χωρίς να στεγάζεται κάτω από εθνικούς μύθους. «Νεκρός σημαίνει να ’σαι παντού και πουθενά» και η Αντιγόνη της ιστορίας, της κάθε ιστορίας, «χώρα λευκή αναζητά», να βρει σ´ εκείνη την πατρίδα την άσπρη σημαία, την παύση των εχθροπραξιών αποζητά εντός κι εκτός.
Η Αντιγόνη είναι το παρελθόν που χτίζει το παρόν για να συνεχίσει να υπάρχει το μέλλον, στο φορτίο της πραμάτειας της κουβαλά ελπίδα και προσδοκίες για το ερχόμενο:
σε περιμένω, Αντιγόνη, όπως τα παιδιά προσμένουν τα Χριστούγεννα.
Για το σχέδιο του Νικηφόρου Λύτρα που κοσμεί την παρούσα δημοσίευση βλ. Study for the Painting "Antigone in front of the Dead Polyneikes" - National Gallery
Create Your Own Website With Webador